United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκυψε και ψηλαφήσας επί στιγμήν, αφήρεσεν εκ του τοίχου ένα λίθον εις ύψος μέχρι της οσφύος ανθρωπίνου αναστήματος· είτα υψώσας την χείρα αφήρεσε δύο προσέτι λίθους εις ύψος υπέρ την κεφαλήν του.

Αφήρεσαν τας μανδήλας των, θερμανθείσαι εκ της πορείας και αι ακτίνες του ηλίου πίπτουσαι εις την χρυσήν των κόμην, θαυμασίως αυτήν κατηύγαζον. Ενόμιζες ότι κύμα χυτόν χρυσού έλουε τας κορυφάς των τεσσάρων αυτών θυγατέρων, χρυσού παίζοντος εις τους παρθενικούς αυτών ώμους μ' εξαισίαν στιλβηδόνα κ' έκλαμψιν, χρυσού μαλακού, μαλακώς καταρρέοντος μέχρι της οσφύος.

Και πάραυτα ως να ήτο σύνθημα το «πολύ καλά» τούτο, οι τρεις χωροφύλακες, καταβιβάσαντες τους οφθαλμούς των από την φοβεράν χαρτίνην εικόνα εξήγαγον εκ της οσφύος των μακρά και λεπτά σχοινία και επιπεσόντες κατά των μονοχών εξαίφνης περιέδεσαν αυτούς μετά πολλής ευκολίας, ενώ ο αρχηγός ίστατο με γυμνήν την σπάθην του προ της θύρας.

Με την άλλην κρατεί ελαφρόν σιδηρούν πυροφάνιον, εμπεπορπημενον από της οσφύος του, προς το πέλαγος τείνον, εν ώ σχίζαι δαδός, καίουσαι, διαχέουσι φαεινόν σέλας, φλογίζον λαμπρώς μέγαν κύκλον πέριξ, εντός του οποίου ο μαύρος τοξοειδής εκείνος όγκος παλαίει, ως να θέλη να πνιγή και πάλιν ως να μη θέλη.

Έμαθον το δυστύχημα πλην έκλαιον όχι το βρίκιον, αλλά τον καπετάν- Θοδωρή, όστις ήτο σιδηροδέσμιος εις τας ειρκτάς του αγγλικού πλοίου, βυθισμένος μέχρι της οσφύος εν τη θαλάσση επί ικανάς ώρας κατά τας πρώτας ημέρας, καθώς έλεγαν. Και η εύμορφος Γερακούλα έτρεχε με τας τέσσαρας θυγατέρας της, μικράς τότε, και ήναπτε τας κανδήλας των εξοχικών ναΐσκων και παρεκάλει κ' εδέετο.

Ο Μούρος βλέπων την Αμέρσαν να τρέχη προς την θύραν, εφαντάσθη, εν τω παραλογισμώ της μέθης του, ότι η αδελφή του ήθελε ν' ανοίξη την θύραν και τον παραδώση εις τους χωροφύλακας. Τότε τυφλός εκ μανίας, έσυρεν όπισθεν, από τα νώτα της οσφύος του, τροχισμένην μάχαιραν, την οποίαν είχε και ορμήσας εκτύπησε την αδελφήν του εις το πλευρόν όπισθεν κατά την δεξιάν μασχάλην.

Το δε κατωτέρω της οσφύος τεράστιον ο Αννίβας ευκόλως συνεχώρει, λογικώς σκεπτόμενος ότι δεν ήτο δυνατόν να ζη εν τοις ύδασιν, αν δεν είχε την ουράν του δελφίνος προσηρτημένην εις το θελκτικόν σώμα αυτής.

Ο πλοίαρχος στηρίζει τας χείρας επί της οσφύος ως Αινήτικη λάγηνος, βλέπων σύννους προς τα ιστία, διατάσσει τους ναύτας, μόλις αποδειπνήσαντας να στερεώσωσιν αυτά τεζάροντες μανδάρια και μπράτσα, όπως ευρεθώμεν έτοιμοι εις υποδοχήν του επερχομένου ανέμου, αποστείλαντος ήδη τας προφυλακάς του, μερικά φουσκωμένα κύματα. — Νέτα κάργο! — Άλλα μπρούλια!

Η σύζυγός του, κάθιδρως, κουρασμένη από της επιμόχθου πλυντικής εργασίας ανεπαύετο ακόμη, θηλάζουσα και το βρέφος, το νήπιον, του οποίου περιέσφιγγε τους αεικίνητους πόδας επί της οσφύος της.

Εκεί πλησίον του, η σύζυγός του, φίλεργος και φιλόπονος γυνή, ξενοπλύνουσα είχε καθήσει επί σκάμνου, παρά μεγάλην και ασήκωτην κόφαν, μπουγαδιάζουσα τα πλυθέντα ιμάτια και αναπαυομένη προς στιγμήν, εθήλαζε χρονιάρικον βρέφος, μετά συνέσεως, περισφίγγουσα τους ατάκτους του πόδας επί της οσφύος της, εις ενδιαφέρουσαν ευρισκομένη κατάστασιν.