Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Ο ήλιος το περνάει με της αχτίνες του, οι άνεμοι δε μπορούν να το σκίσουν. Θα πάω τη Βασίλισσα σ' ένα δωμάτιο όλο κρύσταλλο, στολισμένο με ρόδα, ολόλαμπρο κάθε πρωί σαν το φωτίζη ο ήλιος». Ο Βασιληάς και οι βαρώνοι του είπαν μεταξύ τους: «Να ένας τρελλός, που ξέρει και μιλάει με τέχνη». Είχε καθήσει σ' ένα χαλί και κύτταζε τρυφερά την Ιζόλδη.
Τη στιγμή κείνη είχε καθήσει κάτω από τη χαρουπιά κιακούμπησε το κεφάλι της στα χέρια. Σαυτή τη στάση έμεινε ώρα πολλή. Ο δρόμος θα την είχε ξεθεώσει τη δυστυχισμένη στην κατάσταση που ήτονε. Και πόση ώρα θάχε κάμει για να φτάση από το χωριό έως εκεί. Ο Δρακογιώργης, φανταζόμενος την αγωνία τον στήθους της, την ελυπότανε.
Ο Βινίκιος δεν ήθελε να επιστρέψη εις την κατοικίαν του. Εκάθισεν επί τινος λίθου αναμένων την επιστολήν. Ο ήλιος είχεν ήδη ανέλθη πολύ υψηλά εις τον ουρανόν και η Αγορά επληρούτο κόσμου από του Αργεντινού Λόφου. Θόρυβος ηγέρθη αιφνηδίως πλησίον του μέρους, εις ο είχε καθήσει ο Τριβούνος.
Γύριζαν τις φυλακές του Λονδίνου ζητώντας καλλιτεχνικές εντυπώσεις και στο Newgate πήρε το μάτι τους ξαφνικά τον Wainewright. Τους αντίκρυσε με μια προκλητική ματιά, καθώς μας λέει ο Forster, και ο Macready «τρόμαξε μόλις αναγνώρισε εκείνον που του ήταν τόσο στενός γνώριμος σε περασμένα χρόνια και που είχε καθήσει πολλές φορές στο τραπέζι του».
Αλλά πηγαίνετε να τον βρήτε, ωραία φίλη, μιλήστε του, κυττάχτε αν θα τον αναγνωρίστε». Η Βραγγίνα πήγε στη σάλα όπου ο τρελλός μεινεμένος μονάχος, είχε καθήσει σε έναν πάγκο. Ο Τριστάνος την ανεγνώρισε, άφησε κάτω το ρόπαλο κ' είπε: «Βραγγίνα, άδολη Βραγγίνα, σας εξορκίζω στο Θεό, λυπηθήτε με! — Βρωμερέ τρελλέ, ποιος διάβολος σας είπε τόνομά μου;
— Τώρα πεια δεν του ανήκει. Την έδωκε στους λεπρούς του. Από τα χέρια τους την πήρα. Από δω και πέρα είναι δική μου. Δε μπορώ να την χωριστώ, ούτε αυτή μπορεί να χωριστή από μένα. Ο Ογκρίν είχε καθήσει χάμω. Στα πόδια του η Ιζόλδη έκλαιγε, με το κεφάλι στα γόνατα του ανθρώπου που υποφέρει για το Θεό. Ο ερημίτης της έλεγε τα άγια λόγια της Βίβλου.
Μόνον περί της νέας ειδήσεως ωμίλησαν ταπεινοφώνως, διότι όλοι οι ευρισκόμενοι εις την καφεταρίαν ήσαν χριστιανοί και είχον προς αλλήλους εμπιστοσύνην. Κατά τον αυτόν δε τρόπον την ανακοίνωσε και προς τον Σαϊτονικολήν ο δημογέρων Παπαδοσήφης, πλησίον του οποίου είχε καθήσει. — Δοξάζω σε, Θε μου, είπεν ο Σαϊτονικολής και εκοκκίνησεν εκ συγκινήσεως.
Αργά, πολύ αργά σχολάσαντες από την επίπονον εργασίαν των, είχαν καθήσει πλέον, κάτω εις την άμμον, παρά το κύμα, μεσάνυχτα σχεδόν, να δειπνήσουν, υπό το φως φαναρίου το οποίον απεκρέμασαν από τινος κονταρίου κάπου εκεί, δίπλα εις την αλιάδα των, η οποία πλυθείσα πλέον ήτο διπλαρωμένη εκεί, ένας ολογάλαζος γρύπος κατακαίνουργος.
Κι' ο γέρος μου πατέρας εφτύς σαν πήρε μυρουδιά, με φοβερές κατάρες μ' άρχισε, κι' όλο δέουνταν στις άγριες Καταδιώχτρες ποτές να μην καθήσει γιος στο γόνα μου, βγαλμένος 455 από σπορά μου· κι' οι θεοί ξακούνε την κατάρα, ο Άδης κάτου στ' άνηλια της γης κι' η Περσεφόνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν