Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Τώρα πεια δεν του ανήκει. Την έδωκε στους λεπρούς του. Από τα χέρια τους την πήρα. Από δω και πέρα είναι δική μου. Δε μπορώ να την χωριστώ, ούτε αυτή μπορεί να χωριστή από μένα. Ο Ογκρίν είχε καθήσει χάμω. Στα πόδια του η Ιζόλδη έκλαιγε, με το κεφάλι στα γόνατα του ανθρώπου που υποφέρει για το Θεό. Ο ερημίτης της έλεγε τα άγια λόγια της Βίβλου.

Να μετανοήσω, άρχοντα Ογκρίν; Και για ποιο έγκλημα; Σεις μπορείτε και κρίνετε: ξέρετε τι ποτό ήπιαμε στη θάλασσα; Ναι, το καλό ποτό μας έχει μεθύσει, και θα προτιμούσα να ζητανιεύω όλη μου τη ζωή στους πέντε δρόμους και να ζω με χόρτα και με ρίζες μαζύ με την Ιζόλδη παρά νάμαι, δίχως αυτή, Βασιληάς της πειο μεγάλης χώρας.

Φίλη, σου αφήνω το Χουσδάν. — Φίλε, πάρε και συ αυτό το δαχτυλίδι. Και οι δυο φιλήθηκαν στα χείλη. Στο αναμεταξύ, αφήνοντας τους αγαπημένους στο ερημητήριο, ο Ογκρίν είχε βαδίσει με το ραβδί του μέχρι το Μοντ.

Ιζόλδη, ποτέ δε θα συλλογιζόμουν αυτόν το χωρισμό αν δεν ήτανε η μίζερη αυτή ζωή που προς χάρι μου υποφέρετε τόσον καιρό τώρα, Ωραία, σ' αυτόν τον έρημο τόπο». — Τριστάνε, θυμηθήτε τον ερημίτη Ογκρίν στο άλσος του. Ας γυρίσουμε σ' αυτόν. Κ' είθε να μπορέσουμε να ζητήσουμε έλεος από τον Ουράνιο Πατέρα, Τριστάνε, φίλεΞύπνησαν τον Γκορνεβάλη.

Αλλά, με κλάμματα εκείνη κουνούσε το κεφάλι και δεν ήθελε να τον πιστέψη. — Αλλοίμονο, είπε ο Ογκρίν, πώς να παρηγορήση κανείς πεθαμένους; Μετανόησε, Τριστάνε· γιατί, όποιος ζη στην αμαρτία χωρίς να μετανοή, είναι πεθαμένος. — Όχι! είμαι ζωντανός, και ούτε μετανοώ. Θα γυρίσουμε στο δάσος που μας προστατεύει και μας φυλάει. Έλα, Ιζόλδη, φίληΣηκώθηκε η Ιζόλδη. Πιάσθηκαν από τα χέρια.

Θυμήσου τον ερημίτη Ογκρίν και τους όρκους που κάναμε. Σώπαινε, ο θάνατος μας τριγυρίζει. Τι με νοιάζει ο θάνατος; Με φωνάζεις, με θέλεις, έρχομαιΓλύστρησε από τα μπράτσα του Βασιληά κ' έρριξε στ' ολόγυμνο σχεδόν κορμί της ένα μαντύα με γουναρικό. Έπρεπε να περάση τη γειτονική αίθουσα όπου κάθε νύχτα δέκα ιππότες αγρυπνούσαν με τη σειρά τους.

Όχι, άρχοντα Τριστάνε, δεν θα επιχειρήστε αυτήν την παράτολμη εκδρομή. Θα πάω εγώ αντί για σας: γνωρίζω καλά τους ανθρώπους του Παλατιού. — Αφήστε, ωραίε άρχοντα Ογκρίν. Η Βασίλισσα θα μείνη στο ερημητήριό σας. Μόλις πέση η νύχτα θα πάω μαζύ με τον ιπποκόμο μου, ο οποίος θα φυλάξη το άλογό μου». Όταν το σκοτάδι κατέβηκε στο δάσος, ο Τριστάνος πήρε δρόμο μαζύ με τον Γκορνεβάλη.

Προσέθεσε: «Θα πήτε ακόμη ότι στέλνω και στους δύο χαιρετισμούς και αγάπη». Κατά το βραδάκι, ο Τριστάνος πέρασε τον άσπρο Κάμπο, ηύρε την επιστολή και σφραγισμένη την επήγε στον ερημίτη Ογκρίν. Ο ερημίτης διάβασε τα γράμματα: Ο Βασιληάς Μάρκος συγκατετίθετο, σύμφωνα με τη συμβουλή όλων των βαρώνων του, να ξαναπάρη την Ιζόλδη, μα όχι να κρατήση κοντά του τον Τριστάνο ως πολεμιστή του.

Πόσο θα βαστήξη η τρέλλα σας; Θάρρος! Μετανοήστε, επί τέλους!» Ο Τριστάνος του είπε: « Ακούστε, άρχοντα Ογκρίν. Βοηθήστε μας να προτείνουμε ένα συμβιβασμό στο Βασιληά. Θα του ξανάδινα τη Βασίλισσα. Έπειτα, θάφευγα μακρυά, στη Βρεττάνη. Μια μέρα, αν ο Βασιληάς ήθελε να με ανεχθή κοντά του, θα γύριζα και θα τον υπηρετούσα όπως οφείλω».

Τ' αδυνατισμένα πρόσωπά τους γίνονται χλωμά, τα ρούχα τους πέφτουν κυρέλια, ξεσκισμένα από τ' αγκάθια. Αγαπιούνται όμως. Δεν υποφέρουν. Μια μέρα, καθώς περνούσαν τα μεγάλα απάτητα δάση, έφθασαν κατά τύχη στο ερημητήριο του αδελφού Ογκρίν. Στον ήλιο, σ' ένα ελαφρό δάσος ιτιών, κοντά στο εκκλησάκι του, ο σεβαστός γέρως στηριγμένος στο δεκανίκι του, πήγαινε με μικρά βήματα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν