United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Carissimo amico, εδώ βρίσκεσαι, πάει να πη, ακόμα; Οι σύντροφοι σου σε περιμένουνε κάτω στο πόκερ. ΦΛΕΡΗΣΑγαπητέ μου, γιατρέ. Τι ευτυχία! Ίσα-ίσα που σε συλλογιζόμουν αυτή τη στιγμή. Τηλεπάθεια σωστή. Έλα κάθισε, γιατρέ μου. ΜΙΣΤΡΑΣΆφισε, να σε χαρώ, τις γαλιφιές. Άφισέ τις! Το είδα πάλι αυτό το πράσινο δηλητήριο κοντά σου. Σου το λέω για τελευταία φορά. Θα τα χαλάσωμε οριστικώς.

Όταν γύριζα εδώ μέσα και συλλογιζόμουνα πως θα πέθαινα και θα πήγαινα κοντά στο Σβεν και το συλλογιζόμουν αυτό έτσι, ώστε να νομίζω πως μου έφευγες και συ κι όλα μου φεύγανε κ' η γις έμενε άδεια κ' έρημηείχα τόσον τρόμο, τόσο φοβερόν τρόμο. Γιατί πίστευα πως θαρχόμουνα στην ανάγκη να το κάμω μόνη μου. Αυτό είτανε το χειρότερο απ' όλα. Μα τώρα ξέρω πως δε θα χρειαστή να το κάμω ποτέ.

Ιζόλδη, ποτέ δε θα συλλογιζόμουν αυτόν το χωρισμό αν δεν ήτανε η μίζερη αυτή ζωή που προς χάρι μου υποφέρετε τόσον καιρό τώρα, Ωραία, σ' αυτόν τον έρημο τόπο». — Τριστάνε, θυμηθήτε τον ερημίτη Ογκρίν στο άλσος του. Ας γυρίσουμε σ' αυτόν. Κ' είθε να μπορέσουμε να ζητήσουμε έλεος από τον Ουράνιο Πατέρα, Τριστάνε, φίλεΞύπνησαν τον Γκορνεβάλη.

Κ' εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα, έχουνε δροσερέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ' έχουν ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους. Όσο να γυρίσω 'γω στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κ' είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι.

Να μου δώσης ένα γράμμα στο δήμαρχο να με βάλη στη θέσι του. Να φουντάρω για καλά. Τούδωκα με τα πολλά το γράμμα κ' έπιασε τόπο. Την άλλη μέρα διορίστηκε. Για λίγο καιρό βρήκα την ησυχία μου. Ένα πρωί, που τον συλλογιζόμουν μέσα μου, κ' έλεγα πως ερρίζωσε πια σ' αυτή τη θέσι, παίρνω την εφημερίδα να διαβάσω, στο κρεββάτι Τινάχτηκα απάνω. «Παρ' ολίγον πλημμύρα», διαβάζω με μεγάλα γράμματα.

Πραγματικώς το χέρι της έκαιε τώρα περισσότερο και τα μάγουλά της ήτανε φωτιά. Περπατήσαμε λίγο κάτω από τις ελιές σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Εγώ συλλογιζόμουν με κάποια κρυφή δυσαρέσκεια πως πολύ έκλαιε το Βαγγελιό κιότι τα κλάμματα δεν την ωμόρφαιναν. Αλλά γενικώς το κλάψιμμο δε μάρεσε τώρα, γιατί μου θύμιζε τα μικρά παιδιά με τις μύξες των.

Κ' εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα, έχουνε δροσέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ' ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους. Όσο να γυρίσω 'γώ στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κ' είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι.