United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αν των θεώνε πάλι 185 μας δώκει η χάρη το καστρί να πάρουμε των Τρώων, ας μπει και πλοίο με χαλκό και μάλαμα ας φορτώσει γιομάτα, σα μοιράζουμε το πράμα, και γυναίκες όπιες τ' αρέσουν Τρώισσες ως είκοσι ας διαλέξει, απ' τη Λενιό ύστερα τις πιο λαχταριστές στα κάλλη. 140 Κι' αν τ' Άργος, τον αφρό της γης, δούμε ξανά, τον κάνω γαμπρό μου· την αγάπη μου σαν τον Ορέστη θάχει, τ' αγόρι που μες στ' αγαθά μ' αντρώνεται και χάδια.

Εγνώσθη μόνον ότι εβυθίσθη κ' επνίγη με την ιδίαν γολέτταν του, με την οποίαν εταξείδευε κατ' έτος τα ίδια κρασιά του και όσα άλλα ηγόραζεν από γείτονας. Είχε φορτώσει τα κρασιά της άλλης χρονιάς, κατόπιν εκείνων τα οποία επέπρωτο να γίνωσι πλημμύρα σπονδών εις την αυλήν της οικίας και εις τον δρόμον, μετά τον πνιγμόν της πρώτης γυναικός του. Ω! τα μοιραία εκείνα κρασιά των ατυχών αμπέλων!

Και προπάντων το σκολειό που, αφημένο στην αδειανή σοφία και διάκριση των γραμματισμένων, μ ο ρ φ ώ ν ε ι τάχα τον Έλληνα, ενώ τον αποστραβώνει και τον π α ρ α μ ο ρ φ ώ ν ε ι αλήθεια, το σκολειό μας είναι το χαραχτηριστικώτερο και το χειρότερο σημάδι της κατάντιας του μυαλού μας, το σκολειό που φροντίζει να τη φορτώσει και στα παιδιά μας, για να μην τύχει και χαθεί, μόνο να ζήσει, η στραβωμάρα αυτή εις αιώνα τον άπαντα!

Κ' εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα, έχουνε δροσέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ' ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους. Όσο να γυρίσω 'γώ στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κ' είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι.

Είμαι Κύπριος την πατρίδα, ω ξένοι• αναχωρήσας δε χάριν εμπορίου από την πατρίδα μου ομού με το παιδί μου αυτό που βλέπετε και με πολλούς δούλους, εταξείδευα προς την Ιταλίαν με πλοίον μεγάλο, το οποίον είχα φορτώσει με πολλά και διάφορα εμπορεύματα. Θα είδατε ίσως τα συντρίμματά του εις το στόμα του κήτους.

Κ' εγώ βρέχοντας στη βρυσούλα το πρόσωπό μου, συλλογιζόμουν πόσες κρυόβρυσες τέτοιες, σε τέτοια παρόμοια μαγική ώρα, έχουνε δροσερέψει το θερμασμένο μου μέτωπο κ' έχουν ανοίξει τα βάρυπνα μάτια μου με τα κρυσταλλόνερά τους. Όσο να γυρίσω 'γω στο μοναστήρι είχαν σηκωθή κ' είχαν φορτώσει κιόλας οι άλλοι.

Έ! ύστερα απ' αυτά, τι ήθελε; να της κάμω όταν μας παρουσιάστηκε στο τραπέζι; Να μη τη μαλώσω;... Προχτές πάλι είχε μαδήσει όλα τα λουλούδια του κήπου και άλλ' απ' αυτά είχε χώσει στα μαλλιά της, άλλα είχε φορτώσειξέρω γω πώς το κατάφερε; — στ' αυτιά της, σ' όλο το πρόσωπό της, άλλα είχε κρεμάσει κοντά κοντά σ' όλο το φόρεμά της. Είτανε μια φρίκη να την έβλεπε κανείς έτσι στολισμένη.

Είχον φορτώσει τούβλα από τη Μασσαλίαν, προωρισμένα διά τον σιδηρόδρομον της Ανατολής, τα οποία έπρεπε να παραδώσουν εις Νικομήδειαν, και εξ αιτίας ισχυρών βορείων ανέμων εχασομερούσαν τώρα τόσαις ημέραις έξω από το Σιτλί-Μπαχάρ.