United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καερδέν είχε ρίξει μια τάβλα, σαν γεφυράκι, από το καράβι του στη στεριά. Πήγε ν' απαντήση τη Βασίλισσα. «Βασίλισσα, αν θέλατε, να μπαίνατε στο καράβι μου να σας έδειχνα τα πλούσια εμπορεύματά μου; — Ευχαρίστως, άρχοντα, απάντησεν η Βασίλισσα. Κατεβαίνει από τ' άλογο, πάει κατ' ευθείαν στη μικρή γέφυρα, την περνάει, μπαίνει στο καράβι. Ο Αντρέ θέλει να την ακολουθήση, και πατάει στην τάβλα.

Σχεδόν πάντες οι διά Νεάπολιν επιβάται είχον αποβιβασθή. Οι γερανοί του «Rio Grande» ειργάζοντο εισέτι αναβιβάζοντες τα τελευταία εμπορεύματα, εγώ είχον καταθέσει τα πράγματά μου εις μίαν λέμβον, αλλ’ έμενον έτι επί του καταστρώματος. Ο κ. Π. καθ' όλον αυτό το διάστημα δεν έπαυσε περιπατών με τας χείρας όπισθεν, ως δεν έπαυσε προσηλών τους οφθαλμούς εις το άκρον του σιγάρου του.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω! το σφάλμα εκείνου, διά το οποίον δεν είσαι υπεύθυνος, σε έκαμε και σε δόλιον! Φύγε απ' εδώ. Τα εμπορεύματα τα οποία έφερες εκ Ρώμης είναι πολύ ακριβά δι' εμέ· ας μείνουν εις βάρος σου, και ας επιφέρουν τον όλεθρόν σου! ΧΑΡΜΙΟΝ. Υπομονή, καλή μου βασίλισσα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Επαινούσα τον Αντώνιον κατηγόρουν τον Καίσαρα. ΧΑΡΜΙΟΝ. Πολλές φορές, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τιμωρούμαι τώρα διά τούτο.

Εις τούτο το νησί επώλησα μερικά από τα πετράδιά μου και άλλα πάλιν τα άλλαξα με άλλα εμπορεύματα. Αποκεί περνώντας διάφορα νησιά και εμπόρια, επώλησα και άλλα εις μεγάλην τιμήν και τέλος πάντων από πολιτείαν εις πολιτείαν, εφθάσαμεν εις Βαλσύραν, παραθαλάσσιον εμπόριον της Βαβυλώνος και εκείθεν ήλθον εις Βαβυλώνα, προς μεγάλην χαράν των συγγενών μου.

Το βίντσιον, κροτούν και συστρέφον γοερώς τας αλύσεις του, εξηκολούθει ν' ανασύρη έπιπλα και εμπορεύματα.

Οι πωληταί κοραλίων και κτενίων και καθισμάτων και κοσμημάτων, τακτοποιούντες τα εμπορεύματά των, ήρχισαν ο είς μετά τον άλλον να καταβαίνουν εις τας λέμβους, οι ναύται ετέθησαν εις κίνησιν ανασύροντες σχοινία, κλείοντες τας ανοικτάς αποθήκας, εις δε την γενικήν ταραχήν προσετέθη και ο συριγμός του ατμού, προαναγγέλλων τον προσεχή απόπλουν.

Πού δε χρήματα; Τα ολίγα της μητρός μου κειμήλια δεν εχρησίμευον τα υπό την μηλέαν του κήπου μας ταφέντα, καθ' ο αργυρά και χρυσά, ηδύναντο ευκολώτερον να εξαργυρωθώσιν, αλλά δεν τα είχομεν• τα εντός του Χανίου της Σμύρνης εμπορεύματα και τα εκεί ασύνακτα χρέη ούτε τα εσυλλογιζόμεθα πλέον• τα εις Χίον κτήματα τις οίδε ποίος Τούρκος τα εχαίρετο.

Είμαι Κύπριος την πατρίδα, ω ξένοι• αναχωρήσας δε χάριν εμπορίου από την πατρίδα μου ομού με το παιδί μου αυτό που βλέπετε και με πολλούς δούλους, εταξείδευα προς την Ιταλίαν με πλοίον μεγάλο, το οποίον είχα φορτώσει με πολλά και διάφορα εμπορεύματα. Θα είδατε ίσως τα συντρίμματά του εις το στόμα του κήτους.

Τα πλοιάρια ταύτα είναι κυκλοτερή ως ασπίδες· πληρούντες δε αυτά έσωθεν με καλάμια τα αφίνουσι να φέρωνται κατά τον ποταμόν. Το φορτίον των συνίσταται εις διάφορα εμπορεύματα, προ πάντων δε εις οίνον φοίνικος. Δύο άνθρωποι ιστάμενοι όρθιοι, διευθύνουσι το πλοιάριον με δύο μεγάλας κώπας, και όταν ο είς βυθίζη την μίαν, ο άλλος ανασύρει την άλλην.

Τα εμπορεύματα απεφασίσαμεν να τα παραιτήσωμεν εις το έλεος του Θεού, τα δε ασύνακτα χρέη εις των οφειλετών μας την συνείδησιν, εάν διασωθώσι και εκείνοι. Περιεσυνάξαμεν όσα χρήματα ηδυνήθημεν, και την τρίτην ημέραν μετά καρδίας παλλούσης επεριμένομεν του ηλίου την δύσιν, κατά την μετά του φίλου πλοιάρχου συνεννόησιν.