United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μπαίνης στο χάπσι και το μαθαίνεις. — Στο χάπσι θα με βάλετε; είπεν ο Μανώλης, όστις τότε ήρχισε να εννοή όλην την σοβαρότητα της καταστάσεως. Περί της φυλακής είχε την φοβερωτέραν ιδέαν· διότι είχεν ακούση ότι οι φυλακιζόμενοι εδεσμεύοντο χειροπόδαρα με βαρείας αλύσεις και εμαστιγώνοντο σχεδόν καθημερινώς.

Ο γέρων εκείνος Ηρακλής σύρει μέγα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι πάντες είνε δεμένοι εκ των ώτων• και τα δεσμά είνε αλύσεις λεπταί κατεσκευασμέναι από χρυσόν και ήλεκτρον και όμοιαι με τα ωραιότερα περιδέραια.

Όχι, αλλά, βλέπεις, εζήτησες να μου αποδείξης ότι η διδασκαλία η χριστιανική ήτο εχθρά της ζωής, ότι εδέσμευε τους ανθρώπους. Δύνανται να υπάρχουν βαρύτεραι αλύσεις από αυτάς, τας οποίας ημείς φέρομεν; Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σοβαρωτέρων πραγμάτων.

Το πλοίον εφέρετο επί των κυμάτων εική, όπου το ώθουν οι άνεμοι, ψυχή άλλη δεν υπήρχεν επ' αυτού, και ο Βελμίννης δέσμιος επί του ιστού δεν είχε τουλάχιστον την παρηγορίαν του να αποθάνη ελεύθερος και αγωνιζόμενος τον υπέρ της ζωής αγώνα. Ο δεσμώτης ελύσσα, εφρύαττεν, έδακνε τας αλύσεις, αλλά δεν είχεν υπεράνθρωπον δύναμιν όπως διαρρήξη αυτάς.

Αλλ' οι Πλαταιείς περιβάλλοντες αυτάς διά βρόχων τας έσυρον προς εαυτούς, και κρεμάσαντες μεγάλας δοκούς διά μακρών σιδηρών αλύσεων από των δύο άκρων δύο κεραιών αι οποίαι έκλιναν και εξείχον υπεράνω του τείχους εκράτουν αυτάς κρεμασμένας εγκαρσίως· άμα δε επρόκειτο να προσπέση κάπου η μηχανή, εχαλάρουν τας αλύσεις της δοκού και δεν εκράτουν αυτάς διά των χειρών· η δε δοκός, ορμητικώς πίπτουσα, απέκοπτε την προεκβολήν της μηχανής.

Το βίντσιον, κροτούν και συστρέφον γοερώς τας αλύσεις του, εξηκολούθει ν' ανασύρη έπιπλα και εμπορεύματα.

Η θαλασσία νύμφη επλησίασεν ηρέμα, δι' ομαλού κινήματος, προ τον δεσμώτην, και κτυπήσασα διά της ουράς τας αλύσεις, τας διέρρηξεν. Ο Αννίβας ευρέθη όρθιος και ελεύθερος εν ακαρεί. Εγονυπέτησεν αυτομάτως. Αλλ' η νύμφη διολισθήσασα ταχέως επήδησεν εις την θάλασσαν, περιρραίνουσα το κατάστρωμα δι' ύδατος και έγεινεν άφαντος. Ο Βελμίννης έμεινε κατάπληκτος, διαπορών μη ήτο όνειρον το συμβάν τούτο.

Αι ακτίνες δύο μαύρων οφθαλμών τον εκράτουν εκεί, ως χρυσαί αλύσεις, δεσμευμένον και σκλάβον. Αντί να τραπή προς τα βουνά εξήλθε και επλανάτο εις τους δρόμους του χωριού σύννους και περίλυπος. Και τα βήματά του αυτομάτως τον έφεραν προ της οικίας του Θωμά, όπου πρώτην φοράν δεν είδε το φέσι, το οποίον τον έφερεν εις απελπισίαν.

Η κατοικία δε την οποίαν εύρισκον εκεί οι παράφρονες τους έκαμνε να χειροτερεύσουν, και ο περί ου ο λόγος είχε καταντήσει εις το μη περαιτέρω της μανίας. Πολλάκις είχον αποπειραθή να τον δέσουν, αλλ' ούτος εν τω παροξυσμώ της μανίας του είχεν εξασκήσει την υπεράνθρωπον εκείνην δύναμιν, την οποίαν μετέδιδαν αυτώ τα πονηρά πνεύματα, και είχε κόψει τας αλύσεις και τα δεσμά.