United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν μπορούσε να κρατήσει η έχθρα μας! Ο Τσουαναντόνι μου κλαίει κάθε φορά που γυρίζω από το κτήμα, κλαίει και λέει: γιατί οι κυρίες με έδιωξαν; Και παίρνει το ακορντεόν και έρχεται να παίξει εδώ, πίσω από τον τοίχο. Λέει πως κάνει σερενάτα στην ντόνα Νοέμι.

Διότι η ομόνοια φαίνεται ότι είναι κάτι τι όμοιον με την φιλίαν, αυτήν δε προ παντός άλλου την επιδιώκουν, και αποδιώκουν προ πάντων την διχόνοιαν, διότι είναι έχθρα. Έπειτα, όταν οι πολίται είναι φίλοι, δεν χρειάζεται διόλου η δικαιοσύνη, ενώ, όταν είναι δίκαιοι, έχουν πρόσθετον ανάγκην της φιλίας, και από τα δίκαια το σπουδαιότερον φαίνεται ότι είναι φιλικόν.

Και προ καιρού, όταν διεσκεδάζατε μαζή, ο Θράσων, συ και ο Δίφιλος, είχατε εκεί την αυλητρίδα Κυμβάλιον και την Πυραλλίδα, που είνε εχθρά μου και συ το ήξερες.

Αλλ' ίσως σαυτή την επιμονή της δεν έλειπε κη έχθρα της για την άρρωστη. Σα νάθελε, θαρρούσες, να την ενοχοποίηση μαυτό τον τρόπο και να δικαιολογήση το μίσος της. Και συνάμα έτρεμε μήπως βεβαιωθή αυτό που επίμενε να φοβάται. Κοντά στάλλα, η μητέρα μου έβαλε και μου διάβασαν τον Κυπριανό, ένα βιβλίο θρησκευτικό και μαγικό μαζή.

Η έχθρα μου επέρασεν, αφού και τον εχθρόν μου η χάρις όπου σου ζητώ θα ωφελήση, πάτερ. ΛΑΥΡΕΝΙΟΣ Ομίλησέ μου καθαρά, παιδί μου, κ' εξηγήσου. Αν ήλθες γρίφους να μου ‘πής, θα σ' ευχηθώ με γρίφους. ΡΩΜΑΙΟΣ Λοιπόν σου λέγω καθαρά, πως μ' όλην την καρδιάν μου του Καπουλέτου αγαπώ την κόρην την ωραίαν, κι όπως εγώ την αγαπώ με αγαπά κ' εκείνη.

κι ενάντια σε κείνους να τη γυρίση που αφέντες μας τους έβαλε ο ουρανός, την έχθρα στην καρδιά να σου φυσήση σ' ό τι νόμος του κόσμου είναι τρανός. Λαέ, φθαρτά αγαθά μη σε δολώνουν, λαέ, ποτέ η ψυχή σου μην ξεχνά όσα μονάχα τη ζωή σηκώνουν: τα έργα τα τρανά και δυνατά.

Εφανέρωνε συνάμα τους άτιμους σκοπούς, πούχε για να με τραβά κογτά της η φθισική, και την έχθρα τη μεγάλη ενάντιο της, γιατί δεν την άφηνε να εξαχρειώση το παιδί της. Έπειτα από τους δικούς, άρχισε και σε ξένους να λέγη τα ίδια. Όσο δ' έλεγε, τόσο περισσότερο ερεθιζόταν.

Κατ' εκείνην την εποχήν η κοινωνία συνεταράχθη εις την κακότυχον αυτήν πόλιν και η ανθρωπίνη φύσις, η οποία και υπ' αυτό το κράτος των νόμων ρέπει συνήθως προς την αδικίαν, τεθείσα υπεράνω από τους νόμους, πρόθυμα εφανέρωσεν ότι ήτο ακράτητος εις την οργήν αυτής, ισχυροτέρα του δικαίου και εχθρά της υπεροχής.

Και προσέθηκε δακρύων ο πάτερ-Γαλακτίων: — Θεός σχωρέσ' τονε! Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η χήρα με τα πολλά παιδιά που τα έφαγεν όλα η θάλασσα, η άσπονδος εχθρά της. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η ψηλή-ψηλή, σαν λεύκα, με την μαύρην μανδήλα και την κατάμαυρην καρδιά, η θαλασσινή Νιόβη.

Υποδουλώσαντες, ενόσω ακόμη διήρκει ο κατά των Αθηναίων πόλεμος, μέρος τι της Αρκαδίας υπήκοον των Λακεδαιμονίων, εσκέπτοντο ότι οι Λακεδαιμόνιοι μη έχοντες πλέον ενασχόλησιν δεν θα παρέβλεπαν την κατάληψιν εκείνην. Διά τούτο άσμενοι απετάθησαν προς τους Αργείους ως προς πόλιν μεγάλην, η οποία ήτο πάντοτε εχθρά των Λακεδαιμονίων και εκυβερνάτο δημοκρατικώς όπως αυτοί.