United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεσποινίς, απάντησε η γριά. Δεν ξέρετε την καταγωγή μου. Κι' αν σας έδειχνα τον πισινό μου, δε θα μιλούσατε, όπως μιλήσατε και θα σταματούσατε στην κρίση σας. Αυτά τα λόγια προκάλεσαν υπερβολική περιέργεια στο πνεύμα της Κυνεγόνδης και του Αγαθούλη. Η γριά τους μίλησε ως εξής. &Ιστορία της Γριάς& Δεν είχα πάντα τα μάτια θαμπά και κόκκινα ολογύρω.

Ο Καερδέν είχε ρίξει μια τάβλα, σαν γεφυράκι, από το καράβι του στη στεριά. Πήγε ν' απαντήση τη Βασίλισσα. «Βασίλισσα, αν θέλατε, να μπαίνατε στο καράβι μου να σας έδειχνα τα πλούσια εμπορεύματά μου; — Ευχαρίστως, άρχοντα, απάντησεν η Βασίλισσα. Κατεβαίνει από τ' άλογο, πάει κατ' ευθείαν στη μικρή γέφυρα, την περνάει, μπαίνει στο καράβι. Ο Αντρέ θέλει να την ακολουθήση, και πατάει στην τάβλα.

Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς του εκείνην την διήγησιν.

Όθεν και εγώ, εάν δεν ηδυνάμην να ομιλήσω, όμως με τα κινήματα έδειχνα την ευγνωμοσύνην μου προς τον ευεργέτην μου· και αφού εμβήκα μέσα εκείνο το πλοίον έλαβε τοιούτον επιτήδειον και ευτυχή άνεμον ώστε εις πενήντα ημέρας εφθάσαμεν εις ένα λιμένα μιας μεγαλοπρεπούς και ωραιοτάτης πόλεως, βασιλικής καθέδρας ενός κραταιοτάτου βασιλέως που ήτο το πλουσιώτατον εμπόριον όλου του βασιλείου.

Θα ταξειδεύαμε μόνοι μας με τη βαρκούλα μου, και γω με ευχαρίστηση θα σου έδειχνα τα πολεμικά καράβια. Τους πύργους τους, τα κανόνια τους, τις καπνοδόχες, τις μεγάλες βάρκες, τους χρυσωμένους από τον ήλιο φεγγίτες! Και θα σούλεγα: — Να αγαπημένη ο δικός μας κόσμος. Είναι μελαγχολικός και λυπημένος, μα δε μας κάνει κακούς. Μας γεμίζει καλοσύνη και μας μαθαίνει ν' αγαπούμε.

Αλλ' ας έχη, κύριοι μου, ο εβραίος τούτος χάρι, Επειδή, εάν εκείνη η μαούνα του Γρυπάρη, Που τραβούσε χίλια μίλια εις τα κύματ' από κάτω, Εκατόρθωνε να φθάση εις της θάλασσας τον πάτο, Θε να έδειχνα ποιος είνε πιο νταής από τους δυο Στης εβραίισας τον γυιό.

Ούτε μπορούσες βέβαια να πης, πως δεν τιμούσα τα γηρατειά σου και γι' αυτό μ' άφησες να πεθάνω γιατί εγώ σου έδειχνα τον σεβασμό, που πρέπει να δείχνωμε στους γέροντας, και όμως ιδέτε τώρα κ' οι δυο πως μου πληρώσατε αυτόν τον σεβασμό μου. Βεβαίως δεν θα μπορούσες πια άλλα παιδιά να κάμης, να σε γηροκομήσουνε και όταν θάλθη η ώρα, το σώμα σου να εκθέσουνε και με τιμή να θάψουν.

Εγώ σε πρωταγάπησα, κόρη μου, σαν πρωτώρθες θέλοντας με τη μάννα μου λαλέδες να μαζέψης απ' το βουνό, κ' εγώ μπροστά σας έδειχνα τη στράτα. Αχ! από τότε λαχταρώ και θέλω να σε βλέπω και δεν μπορώ να κάνω αλλοιώς· μα δε σε νοιάζει εσένα.