United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόρα και εις τον ύπνον της ακόμη, έβλεπε μίαν μορφήν εσκιασμένην ως υπό νέφους, αυλούσαν ηδυπαθώς, μέχρις εκλύσεως όλων αυτής των αισθήσεων. Ενώ τοιαύτα διελογίζετο η Σμάλτω, ο συριγμός της φλογέρας ηκούετο ακόμη μακράν, ευδιάκριτος υπό το δροσερόν φύσημα του ανέμου.

Εάν θέλης να ίδης κρέας, θα διατάξω να καταλάβουν δι' εφόδου την τράπεζαν ενός κρεοπώλου εις τας Καρίνας. Και εξήλθον του ατρίου. Εις την οικίαν την περιβεβλημένην με χλόην και ετοίμην διά το συμπόσιον, αι οιμωγαί των δούλων και ο συριγμός των ράβδων εξηκολούθησαν μέχρι πρωίας. Ο Βινίκιος την νύκτα εκείνην δεν κατεκλίθη ποσώς.

Και είχε το ύφος του διστάζοντος ενώ εξέφραζε την ευχήν της αυτήν. Αλλά ταυτοχρόνως ηκούσθη ηδυπαθής συριγμός, ανερχόμενος εις τον γαλανόν αιθέρα. Ήτο απαλός, δροσερός δύναται κανείς να είπη, όπως το ψιθύρισμα μιας λεύκης, όταν σιγαλά σιγαλά φυσά εις τα φύλλα της το πρώτον αεράκι της αυγής.

Μόνον αφού εξησφαλίσθη εις μίαν γωνίαν ο Μανώλης εστράφη και του απήντησεν: — Σα σ' ακούει, Τερερέ, έλα όξω χωρίς τουφέκι! — Φχιου! ήτον η απάντησις του Τερερέ. — Καλιά, θα σε βρω και χωρίς τουφέκι. — Φχιου σου, Πατούχα, φχιου σου! Και η ύβρις αύτη, παρατεινομένη ως συριγμός όφεως, ηκολούθει τον νέον απομακρυνόμενον.

Και η Σμάλτω, η οποία εννόει καλλίτερον παντός άλλου τους τόνους εκείνους και τους αντελαμβάνετο μέχρι και των ελαχίστων ψιθυρισμών, ενόμιζεν ότι ο συριγμός την προσκαλεί να σπεύση. — Άιτον άνεμο! εψιθύρισεν αίφνης αποφασιστικώς. Η λυγερή δεν ηδύνατο να κρατηθή περισσότερον.

Δεν εφαίνετο εισέτι ο ήλιος, αλλ' η θάλασσα ελάμβανεν ήδη της ημέρας τα χρώματα. Οι ημίσεις περίπου ήσαν επί του πλοίου. Ημείς εμένομεν εισέτι επί της ξηράς, και εβλέπομεν την λέμβον επιστρέφουσαν, ευχόμενοι να μη βραδύνη η σειρά μας, ότε αντήχησεν αίφνης κρότος τουφεκίου και ηκούσθη σφαίρας συριγμός.

Έθλιψα εν σιωπή την χείρα του. Κατ' εκείνην την στιγμήν αντήχησεν αίφνης δριμύς ο συριγμός του ατμοπλοίου και εφάνησαν εν μέσω του προβαίνοντος σκότους, ως φάσμα, οι ιστοί και η καπνοδόχος του επί των ησύχων υδάτων του κόλπου. Ο Παντελής τρέχων προς ημάς μας προσεκάλει μακρόθεν. — Καιρός, Κύριοι, εφώναζεν. Επεστρέψαμεν προς την λέμβον.

Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ο συριγμός του ανέμου εσίγησεν εις τας πίτυας, ο φλοξ ανήρχετο κατ' ευθείαν προς τα άστρα, τα οποία εσπινθηροβόλουν, και ο γέρων, υπομνήσας τον θάνατον επί του Γολγοθά, ωμίλει πλέον μόνον περί του Χριστού. Ο άνθρωπος ούτος ήτο αυτόπτης!

Η βοή των χορδών και ο συριγμός των πτερωτών βελών ηνούντο με τα ουρλιάσματα των ζώων και τας κραυγάς του θαυμασμού των θεατών. Οι λύκοι, οι πάνθηρες, αι άρκτοι εξηπλούντο νεκραί παρά τα πτώματα των κατεσπαραγμένων χριστιανών.

Εις εκάστην του τόνου στροφήν, εκρύπτετο και μία έκφρασις αγάπης συνάμα και παραπόνου, ευθυμίας και οργής, γέλωτος και δακρύων. Και ήτο ολόκληρος ο συριγμός μία κλίμαξ, ήτις ύψου κατά βαθμίδας ακαταλήπτους και μετέφερε τον άνθρωπον από της γης προς τον ουρανόν. Πόθεν δε προήρχετο ούτος ήτο άγνωστον.