United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλησίον εκάστου καταδίκου ήλθον και ετάχθησαν δούλοι ωπλισμένοι με δάδας, και όταν το κέρας εσήμανε την έναρξιν του θεάματος, ούτοι έθεσαν το πυρ εις την βάσιν των πασσάλων. Το χόρτον το βρεγμένον με πίσσαν και κρυμμένον υπό τα άνθη, έλαμψεν αμέσως με μίαν φλόγα καθαράν, η οποία, διαρκώς αυξάνουσα, ήρχισε να εκτυλίσση τους στεφάνους του κισσού και να λείχη τους πόδας των θυμάτων.

Όταν αι οικίαι ήρχισαν να καίωνται, ήκουσα με τα ίδια ώτα μου χιλιάδας φωνών να ορύωνται: «Θάνατος εις τους σβύνοντας την πυρκαϊάν». »Άνθρωποι διατρέχουν την πόλιν ρίπτοντες εις τας οικίας αναμμένας δάδας . . . Αφ' ετέρου ο λαός στασιάζει, φωνάζει ότι καίουν την πόλιν κατά διαταγήν. Περισσότερα δεν λέγω. Δυστυχία εις όλους μας! . . . Είναι το τέλος της Ρώμης . . . .

Πλησίον του υπογείου, του κατέχοντος το κέντρον του περιβόλου, ήναψαν δάδας τινας, τας οποίας ήνωσαν εις μικράν πυράν. Μετ' ολίγον το πλήθος ήρχισε να ψάλλη κατ' αρχάς με χαμηλήν φωνήν, είτα επί μάλλον και μάλλον μεγαλοφώνως, ένα ύμνον παράδοξον. Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ήτις διέχυσεν εις όλον το κοιμητήριον ερυθράν λάμψιν, η οποία κατέστησεν ωχρόν το φως των φανών.

Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ο συριγμός του ανέμου εσίγησεν εις τας πίτυας, ο φλοξ ανήρχετο κατ' ευθείαν προς τα άστρα, τα οποία εσπινθηροβόλουν, και ο γέρων, υπομνήσας τον θάνατον επί του Γολγοθά, ωμίλει πλέον μόνον περί του Χριστού. Ο άνθρωπος ούτος ήτο αυτόπτης!

Καθ' όσον διήρχοντο έμενον επί του χείλους της τάφρου και απ' εκεί ετόξευαν και ηκόντιζαν εναντίον καθενός, που προχωρών εις βοήθειαν προς το τείχος παρεκώλυε την διάβασιν των. Αφού όλοι διεπεραιώθησαν, οι εις τους πύργους ευρισκόμενοι, καταβαίνοντες τελευταίοι, έφθασαν μετά δυσκολίας εις την τάφρον, και τότε οι τριακόσιοι Πελοποννήσιοι τους εκυνήγησαν με δάδας εις τας χείρας.

Έρωτες δε παριπτάμενοι μικρόν υπεράνω της θαλάσσης, ούτως ώστε ενίοτε τα άκρα των ποδών των ήγγιζαν την επιφάνειαν της θαλάσσης, και κρατούντες δάδας αναμμένας, έψαλλαν τον υμέναιον.

Εν τούτοις έβλεπον τους Πελοποννησίους ότι τους εκυνήγουν με δάδας προς την οδόν την διά του Κιθαιρώνος και των Δρυός κεφαλών φέρουσαν εις τας Αθήνας. Και επί έξ μεν ή επτά σταδίους οι Πλαταιείς επροχώρουν προς τας Θήβας, έπειτα δε στρέψαντες προς τα οπίσω ηκολούθησαν τον δρόμον, που φέρει προς το όρος, εις Ερύθρας και Υσιάς· και διελθόντες τα όρη κατέφυγον εις τας Αθήνας διακόσιοι δώδεκα άνδρες.

Το ύψος της γνώσεως παρά σοι». Και ούτως έγειναν άφαντοι. Ευθύς μετ' αυτάς εφάνη ευειδής νεανίας, μόλις χνοάζων την μορφήν, απαστράπτων δε φαιδρότητα εκ της όψεως. Έστη επί μίαν στιγμήν ενώπιον του Πλήθωνος, και επέθηκε περί τον τράχηλον αυτού στέμμα εκ κισσού, χωρίς μηδέν να είπη. Προέπεμπον δε αυτόν λυσίκομοι νεανίδες, βαστάζουσαι δάδας και ανακράζουσαι. Ευοί! Ευοί!

Εξ εκάστου δρομίσκου εξήρχοντο ομάδες εκ δύο ή τριών ανθρώπων, χωρίς δάδας, και φερόντων χλαίνας μακράς. Άλλοι εβάδιζον μετά της συνοδείας αναμιγνυόμενοι με τους δούλους, άλλοι δε εις συμπλέγματα πυκνότερα ήρχοντα κατ' αντίθετον διεύθυνσιν. Μερικοί εκλονίζοντο μεθυσμένοι.