Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Δεξιόθεν, από την άλλην πλευράν του ρεύματος, ήρχιζε το δάσος του Αραδιά εκ χιλιετών δρυών, να σχηματίζεται και ν' ανέρπη ολονέν ανά το βουνόν, το κορυφούμενον υψηλά άνω, εις τον άγιον Κωνσταντίνον, και το βουνόν ήτο ορθόν, απότομον, κ' εφαίνετο ως πελώριος τοίχος καλυπτόμενος υπό κισσού.
Το ύψος της γνώσεως παρά σοι». Και ούτως έγειναν άφαντοι. Ευθύς μετ' αυτάς εφάνη ευειδής νεανίας, μόλις χνοάζων την μορφήν, απαστράπτων δε φαιδρότητα εκ της όψεως. Έστη επί μίαν στιγμήν ενώπιον του Πλήθωνος, και επέθηκε περί τον τράχηλον αυτού στέμμα εκ κισσού, χωρίς μηδέν να είπη. Προέπεμπον δε αυτόν λυσίκομοι νεανίδες, βαστάζουσαι δάδας και ανακράζουσαι. Ευοί! Ευοί!
Διά μέσου των απεξηραμένων φύλλων της κληματίδος και του χλοερού κισσού είδε δύο άνδρας, εκ των οποίων ο είς ήτο ο απόστολος Πέτρος. Δεν ηδυνήθη ευθύς να αναγνωρίση τον δεύτερον, του οποίου το πρόσωπον ήτο εν μέρει κεκρυμμένον υπό μανδύαν και του εφάνη προς στιγμήν ότι ήτο ο Έλλην. Ακούσαντες τας φωνάς του Κρίσπου είχον εισέλθει υπό το λίκνον εκείνο και είχον καθίσει επί βάθρου.
Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.
Ο μικρός Άουλος έτρεξε να χαιρετίση τον Βινίκιον, όστις προχωρήσας υπεκλίθη προ της περικαλλούς κόρης, ήτις εστάθη ακίνητος, κρατούσα την σφαίραν εις την χείρα, με την μαύρην της κόμην ολίγον άτακτον, πνευστιώσα ολίγον και με ροδαλάς παρειάς. Αλλ' εις τον κήπον, εις το τρίκλινον το σύσκιον εκ κισσού, εξ αναδενδράδων και αιγοκλήματος εκάθητο η Πομπονία Γραικίνα. Προσήλθον να την χαιρετήσωσιν.
Ο μικρός Άουλος, όστις κατά την ξενίαν του Βινικίου είχε συνάψει φιλίαν μαζύ του, τον εκάλεσε να παίξουν την σφαίραν. Κατόπιν του παιδίου, η Λίγεια είχεν εισέλθη εις το τρίκλινον. Υπό το φύλλωμα του κισσού με μικράς αναλαμπάς εις το πρόσωπον, η Λίγεια εφάνη εις τον Πετρώνιον ωραιοτέρα ή εις το πρώτον βλέμμα, και ως πραγματική νύμφη.
Πλησίον εκάστου καταδίκου ήλθον και ετάχθησαν δούλοι ωπλισμένοι με δάδας, και όταν το κέρας εσήμανε την έναρξιν του θεάματος, ούτοι έθεσαν το πυρ εις την βάσιν των πασσάλων. Το χόρτον το βρεγμένον με πίσσαν και κρυμμένον υπό τα άνθη, έλαμψεν αμέσως με μίαν φλόγα καθαράν, η οποία, διαρκώς αυξάνουσα, ήρχισε να εκτυλίσση τους στεφάνους του κισσού και να λείχη τους πόδας των θυμάτων.
Την επιούσαν εξήλθε λίαν πρωί του κοιτώνος, εκάλεσε τον Κρίσπον εις τον κήπον και υπό την σκιάδα του κισσού και της ξηράς κληματίδος του ήνοιξεν όλην την καρδίαν της και τον παρεκάλεσε να τη επιτρέψη όπως απέλθη εκ της οικίας της Μαριάμ διότι δεν είχε πλέον εμπιστοσύνην εις εαυτήν και δεν ηδύνατο εν τη καρδία της να κατανικήση τον έρωτά της προς τον Βινίκιον.
— Έχομεν εδώ ένα παιδαγωγόν Έλληνα, είπε, στραφείς προς τον Πετρώνιον, όστις παραδίδει μαθήματα εις τον υιόν μας και η Λίγεια παρίσταται εις τα μαθήματα ταύτα. Ο Πετρώνιος παρετήρει τώρα διά μέσου της λόχμης του κισσού και του αιγοκλήματος τον κήπον και τα τρία πρόσωπα τα οποία έπαιζον εντός αυτού.
Εκ του ύψους των γηλόφων, όπου το βλέμμα δεν εισέδυε παρά διά μέσου των δένδρων, ηδύνατό τις να παρατηρήση ολοκλήρους σειράς πασσαλίσκων και σώματα στολισμένα δι' ανθέων κισσού και φύλλων μυρσίνης. Εν τούτοις το σκότος επήρχετο και οι πρώτοι αστέρες είχον ανατείλει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν