Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Η Ακτή δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τους οφθαλμούς από της Λιγείας, ήτις εστραμμένη εκ πλαγίου ανέτεινε την κεφαλήν και τας χείρας προς τον ουρανόν, ως να επερίμενεν εκείθεν να έλθη η σωτηρία. Τέλος ηγέρθη με το πρόσωπον αίθριον. Ο Ούρσος ηγέρθη επίσης, και εστάθη πλησίον του βάθρου, προσβλέπων την κυρίαν του και αναμένων να ακούση την απόφασίν της. Οι οφθαλμοί της Λιγείας εσκοτίσθησαν.

Ο Ούρσος απέθηκε την Λίγειαν επί μαρμαρίνου βάθρου. Η δε Ακτή ήρχισε να συμβουλεύη την κόρην, όπως ησυχάση και αναπαυθή, βεβαιούσα αυτήν ότι ουδείς κίνδυνος την ηπείλει, επειδή οι συνδαιτυμόνες θα εκοιμώντο μέχρι της εσπέρας. Επί πολύ η Λίγεια δεν ηδυνήθη να καταπραϋνθή. Έθλιβε τους κροτάφους με τας χείρας της και επανελάμβανεν ως παιδίον: — Στο σπίτι! Στο σπίτι! Στου Αούλου.

Ομοιάζουν δηλαδή μ' εκείνον όστις το μεν όλον κάλλος του Διός της Ολυμπίας, το οποίον είνε τόσον μέγα και εξαίσιον, δεν θα έβλεπεν, ούτε θα εθαύμαζεν, ούτε εις τους μη γνωρίζοντας θα εξήγει, θα εθαύμαζε δε του υποποδίου την καλήν και τεχνικήν κατεργασίαν και του βάθρου την ευρυθμίαν και αυτά όλα θα τα εξήγει με πολλήν επιμέλειαν και λεπτολογίαν.

Ο ιερεύς, εκπέμπων κραυγήν καταπλήξεως, και ο στρατός ολόκληρος αντιβοά ομοίως εις το απροσδόκητον εκείνο θέαμα, έργον θείας θελήσεως, το οποίον και αυτοί ακόμη οι ιδόντες δεν ηδύναντο να το πιστεύσουν. Έλαφος μεγίστη και ωραιοτάτη έκειτο επί της γης ασπαίρουσα και το αίμα της ερράντιζε μέχρι βάθρου ολόκληρον τον βωμόν της θεάς.

Πρωίαν δε τινα, ενώ ο ετοιμοθάνατος ήδη τεχνίτης απεχαιρέτα δι' εσχάτου βλέμματος την θεάν, το θαύμα συνετελέσθη, το μάρμαρον εκινήθη, κατέβη εκ του βάθρου η Αφροδίτη και αναρτήσασα εις τον τράχηλον του γλύπτου περιδέραιον λευκών βραχιόνων εψιθύρισεν εις το ωτίον του: «Ζήσε Πυγμαλίων

Εν τω μεταξύ ετελείωσαν το παιγνίδιον της σφαίρας, και αφού περιεπάτησαν ολίγον, εκάθησαν επί τινος βάθρου παρά το μικρόν ιχθυοτροφείον. Αλλά μετ' ολίγον ηγέρθη το παιδίον διά να υπάγη προς αλιείαν. Και ο Βινίκιος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Λίγειαν. — Ναι, έλεγε με χαμηλήν φωνήν και τρομώδη, μόλις είχον αποβάλει την παιδικήν εσθήτα, με έστειλαν εις τας λεγεώνας της Ασίας.

Τοσαύτη ήτο η μαγική δύναμις της ευλαβούς εμπνεύσεως του καλλιτέχνου, ούτινος η γόησσα και ειδήμων γραφίς είχεν εμφυσήσει ζωήν εις τους συντετριμμένους λίθους, ανιδρύουσα επί του βάθρου της την Πρόμαχον, αναστηλούσα τους πεπτωκότας κίονας του Παρθενώνος, επαναφέρουσα εις την ζωφόρον αυτών τα συλήματα του Έλγιν, και συμπληρούσα τον απωρφανωμένον όμιλον των σεμνών Καρυατίδων, ως λέγει που έλλην ποιητής, ον παρέτρεψε δυστυχώς εις ακανθώδεις τρίβους η δημοσιογραφία·

Η γυμνότης αύτη τη εφαίνετο λογικωτάτη και φυσικωτάτη. Ίσως δε η σκέψις της διετυπούτο ούτως επί το αφελέστερον: «Διατί να εντρέπωμαι, αφού είναι από μάρμαρονΤέλος δε ησθάνθη του λοιπού τοσαύτην εμπιστοσύνην και ασφάλειαν εν μέσω των αφώνων τούτων συντρόφων, ώστε εστήριξε την κεφαλήν επί του βάθρου του αγάλματος της Αρτέμιδος, και κατεκλίθη όπως κοιμηθή.

Ο φιλόσοφος ενέβλεπεν αύτη μετά πολλής ημερότητος, και η κόρη έλαβε μικρόν θάρρος. — Μη φοβού, τη είπεν. Η νέα, τρέμουσα τα γόνατα, κατέπεσε και εκάθισεν επί τινος βάθρου. — Διατί τρέμεις, κόρη μου; επανέλαβεν ο Πλήθων. Μάθε ότι δεν είμαι εχθρός σου, καθώς νομίζεις. Είμαι φίλος. — Φίλος, επανέλαβε μηχανικώς η Αϊμά. — Φίλος, και μάλιστα προστάτης. Ουδείς επί της γης σε αγαπά πατρικώς, ως εγώ.

Διά μέσου των απεξηραμένων φύλλων της κληματίδος και του χλοερού κισσού είδε δύο άνδρας, εκ των οποίων ο είς ήτο ο απόστολος Πέτρος. Δεν ηδυνήθη ευθύς να αναγνωρίση τον δεύτερον, του οποίου το πρόσωπον ήτο εν μέρει κεκρυμμένον υπό μανδύαν και του εφάνη προς στιγμήν ότι ήτο ο Έλλην. Ακούσαντες τας φωνάς του Κρίσπου είχον εισέλθει υπό το λίκνον εκείνο και είχον καθίσει επί βάθρου.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν