United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολογάλαζη εμπρός η θάλασσα άστραφτε και επαιγνίδιζε κ' έφτανε γλώσσεςγλωσσίτσες στα πόδια του· το ερράντιζε με τον χλιαρόν αφρό της, το εμύρωνε με τον αρμυρόν ανασασμό της και του εκελαδούσε μυστικά κ' εμπιστευμένα. — «Έλα, έλα, του έλεγε, να σε πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ' αναστήσω μ' ένα μου φίλημα· ψυχή να σου δώσω και νεύρα και περπατησιά.

Ο παπάς εφορούσε τότε το επιτραχήλι, άνοιγε το Ευχολόγιον, κ' εδιάβαζεν επάνω εις την φιάλην του νερού τας «Ευχάς εις γυναίκα λεχώ». Η δε γερόντισσα έπαιρνε την φιάλην του νερού του διαβασμένου, επανέστρεφεν εν σπουδή, ταχύπους και ανυπόδητη, εις το βουνόν, εις το καλύβι, κ' ερράντιζε με το ηγιασμένον νερόν την λεχώ, το βρέφος, την κλίνην, το λίκνον, την γυναίκα την εκτελέσασαν χρέη μαίας, αν τοιαύτη υπήρχε, και τους άλλους όσοι τυχόν παρέστησαν εις τον τοκετόν, ως και όλον τον θάλαμον.

Ο ιερεύς, εκπέμπων κραυγήν καταπλήξεως, και ο στρατός ολόκληρος αντιβοά ομοίως εις το απροσδόκητον εκείνο θέαμα, έργον θείας θελήσεως, το οποίον και αυτοί ακόμη οι ιδόντες δεν ηδύναντο να το πιστεύσουν. Έλαφος μεγίστη και ωραιοτάτη έκειτο επί της γης ασπαίρουσα και το αίμα της ερράντιζε μέχρι βάθρου ολόκληρον τον βωμόν της θεάς.

Ενθυμούμαι ότι ευρέθην κείμενος επί του στρώματος, ύπτιος, ασθμαίνων• και, άνωθέν μου, κλίνων την κεφαλήν ο πατήρ μου μ' ερράντιζε με ύδωρ ψυχρόν. Ενθυμούμαι ότι ησθάνθην βάρος επί του στήθους πολύ, και τότε μόνον συλλογισθείς τον σάκκον έφερα την χείρα εις τον κόλπον μου και τον εσήκωσα από το στήθος. Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον.