Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Άλλοι είπον ότι απλώς έγραψεν ό,τι και είπεν: «Ο αναμάρτητος εν υμίν, κτλ». Και όταν πάλιν ανέτεινε την κεφαλήν Του, όλοι οι κατήγοροι είχον γείνη άφαντοι· μόνον η γυνή ίστατο ακόμη συνεσταλμένη ενώπιόν Του. Και αύτη θα ηδύνατο να είχεν απέλθη ήδη· ουδείς την εκώλυε, και φυσικόν θα εφαίνετο να φύγη οπουδήποτε, διά ν' αποφύγη τον κίνδυνον και κρύψη την αισχύνην αυτής.

Περί του Συμεώνος γνωρίζομεν απλώς ότι ήτο δίκαιος και ευλαβής ανήρ, πεπροικισμένος με το δώρον της προφητείας, και ότι «ην αυτώ κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου». Ωθούμενος λοιπόν υπό ισχυράς ακαταγωνίστου εμπνεύσεως, εισήλθεν εις το ιερόν, και αναγνωρίσας το θείον τέκνον, «εδέξατο αυτό εις τας αγκάλας αυτού και ηυλόγησε τον Θεόν» και ανέτεινε τους βραχίονας και έψαλεν από βάθους καρδίας το θριαμβευτικόν εκείνο «Νυν απολύεις», όπερ καθηδύνει από δέκα οκτώ αιώνων τα χριστιανικά ώτα.

Αλλ' ο μαθητής ουδόλως εκ τούτου επτοείτο, ούτε κατέστελλε τον γέλωτα. Ανέτεινε μόνον τας χείρας, και συλλαμβάνων ασφαλώς, μετεώρους ακόμη, τους ακινδύνους του ιερομονάχου κεραυνούς, επέστρεφεν αυτούς εις τον ρασοφόρον Δία, συντετριμμένος μεν το φαινόμενον και κάτω νεύων την κεφαλήν, αλλά σπαίρων όλος εκ του συγκρατουμένου γέλωτος.

Ο Γέρος ανεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, ανέβη επί του σκαμνίου, εστηρίχθη διά της αριστεράς του παραθυροφύλλου ανοικτού, εστηλώθη μετά τόλμης προς την οροφήν, ανέτεινε την δεξιάν, και απέσπασεν έν κρύσταλλον εκ των κοσμούντων τους «σταλαμμούς» της στέγης. Ήρχισε να το εκμυζά βραδέως και ηδονικώς, και έδιδε και εις την Πατρώναν να φάγη. Επείνων τα κακόμοιρα.

Αίφνης ο Καίσαρ ωρθώθη, ανέτεινε την χείρα και απήγγειλεν: «Εκδίκησιν διψώσιν αι καρδίαι, θύματα δε η εκδίκησις διψά» . . . . Έπειτα λησμονήσας το παν ανέκραξε, με ακτινοβόλον όψιν: — Δόσατέ μου τας πινακίδας μου και κάλαμον, ίνα σημειώσω τους στίχους τούτους! Ποτέ ο Λουκιανός δεν έγραψε παρομοίους. Παρατηρήσατε ότι τους εύρον εν ριπή οφθαλμού. — Ω ποιητά απαράμιλλε! ηκούσθησαν φωναί.

Η Ακτή δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τους οφθαλμούς από της Λιγείας, ήτις εστραμμένη εκ πλαγίου ανέτεινε την κεφαλήν και τας χείρας προς τον ουρανόν, ως να επερίμενεν εκείθεν να έλθη η σωτηρία. Τέλος ηγέρθη με το πρόσωπον αίθριον. Ο Ούρσος ηγέρθη επίσης, και εστάθη πλησίον του βάθρου, προσβλέπων την κυρίαν του και αναμένων να ακούση την απόφασίν της. Οι οφθαλμοί της Λιγείας εσκοτίσθησαν.

Μα πού ένε; εψιθύρισε μετά πείσματος η λυγερή, ωσεί κεντηθείσης τώρα αίφνης της περιεργείας της. Και ανέτεινε κλίνουσα εδώ κ' εκεί την κεφαλήν, ως το πουλάκι από τίνος κλαδίου κατασκοπεύον. Όμως εκείθεν ήρχοντο οι ήχοι της φλογέρας, υπό τους στύλους εκείνους και τόσον μαλακοί τόρα, ώστε ηδύνατο κανείς ν' απατηθή, νομίζων ότι ήτο φύσημα του ανέμου παίζον εις τα φύλα της ράπης.

Εκ τούτων η μεν γραία ανείλκυε την σκούφιαν, την μαύρην μανδήλαν της προς τα άνω, και ανέτεινε την δεξιάν προς τον ουρανόν, η δε νέα εμειδία πικρόν μειδίαμα και έσειε την αριστεράν χείρα· η στάσις και των δύο γυναικών ενέφαινε σκληράν απανθρωπίαν, χαιρεκακίαν και φανερά εξηύχοντο και επέχαιρον, διότι η Παναγιά εισήκουσε την αράν των, κ' έβγαλε το μάτι της Ζουγράφως.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν