United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι λοιπόν ήρχισα να μελετώ και εγώ την ευμάρειάν μου και να επαναλαμβάνω με χαμηλήν φωνήν την φράσιν αυτήν : «Δεν έχω τίποτε να φοβηθώ». Μίαν ημέραν, όταν περιεφερόμην κατά μήκος των οδών, επρόφερα σχεδόν με υψηλήν φωνήν τας συνήθεις συλλαβάς. Με μίαν ασυνήθη ευστροφίαν τας επανέλαβα υπό νέαν μορφήν.

Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου. — Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι; Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν. — Τι έχεις, μάνα; Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.

Αλλά τότε πώς να εξηγήσωμεν την χαμηλήν φωνήν, τον εξαιρετικώς χαμηλόν τόνον των μυστηριωδών λόγων τους οποίους η κυρία αύτη επανελάμβανεν εν βία, όταν τον απεχαιρέτα; — Ενίκησες! . . Μίαν ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου . . . θα ενωθώμεν! . . . Έστω! . . . Ο θόρυβος είχε καταπαύσει. Τα φώτα απεμακρύνθησαν και εξηφανίσθησαν εις το εσωτερικόν των ανακτόρων.

Ο Κουλούφ έμεινεν ωσάν νεκρός διά την φανέρωσίν του· και η Δηλαρά γνωρίζοντας από τούτα τα λόγια ότι ο νομιζόμενος σκλάβος ήτον ο ίδιος ο βασιλεύς, εσηκώθη ευθύς από τον τόπον της, και έτρεξε διά να χαλέψη ένα μπούλωμα διά να σκεπάση το πρόσωπόν της. Α, ημείς είμασθε χαμένες, λέγει με χαμηλήν φωνήν προς τες άλλες νέες. Εκείνος δεν είναι σκλάβος, αλλά είναι ο ίδιος ο βασιλεύς.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι τόσον υψηλή όσον εγώ; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Όχι, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Την ήκουσες να ομιλή; Έχει οξείαν ή χαμηλήν φωνήν; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Την ήκουσα, κυρία· έχει φωνήν σιγαλήν. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αυτό δεν είναι καλόν· δεν είναι δυνατόν να την αγαπήση επί πολύ. ΧΑΡΜΙΟΝ. Να την αγαπήση; Ω Ίσις! αδύνατον. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Το πιστεύω, Χάρμιον βραχνή φωνή και ανάστημα νάνου!

Τα χείλη της έτρεμον ως τα χείλη παιδίου, το οποίον μέλλει να κλαύση και το οποίον αισθανόμενον εαυτό ένοχον, αναγκάζεται να ομολογήση το σφάλμα του. — Αποκρίθητι, είπεν ο απόστολος επιμένων. Τότε με φωνήν χαμηλήν και φοβισμένην εκείνη εψιθύρισε γονατίσασα εις τους πόδας του Πέτρου. — Μάλιστα. Ήδη ο Βινίκιος ήτο γονυπετής εις το πλευρόν της.

Ήτο και ηλικιωμένη τις γυνή εν τη πρώρα, γυρμένη εκεί εις την χαμηλήν κωπαστήν υπό της νυκτός την αποναρκούσαν δρόσον, τρεις δε νεάνιδες με λυτά τα ξανθά μαλλιά των, πραέως ακτινοβολούντα, με βοστρύχους ως χρυσάς δέσμας, εκωπηλάτουν ως άνδρες κανονικώς και ισχυρώς, σπεύδουσαι να φθάσωσιν εις την παραλίαν.

Πριν καταβώσιν από την οικίαν, ο γαμβρός, καθώς είχε πλησιάσει την νύμφην, την ηρώτησε με πολύ χαμηλήν φωνήν, διά να μην ακούσουν ο σύντεκνος και οι άλλοι οικείοι, ιστάμενοι πλησίον·Σου της έδωκε ο Θανάσης; Η Αφέντρα, μη τολμώσα ν' αρθρώση φωνήν, καθώς ένευε την κεφαλήν κάτω, κατένευσεν ακόμη χαμηλότερα, ερυθριώσα·Της έχεις; ηρώτησε πάλιν ο Γρηγόρης.

Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι άλλοι δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους λοιπούς διά να τους κάμουν το όμοιον.

Εν τω μεταξύ αι θεράπαιναι έφεραν τρίποδας και έρριψαν επί των ανθράκων κλαδίσκους νάρδου. — Ευρίσκονται τώρα εις την καμπήν των Καρίνων, είπεν ο Βινίκιος με χαμηλήν φωνήν. Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους. — Μη φιλοσοφής δι' έν σεστέρσιον, εψιθύρισεν ούτος. Ο Βινίκιος δεν ήκουσεν. — Ευρίσκονται ήδη . . . . Πράγματι εκείνοι έκαμπτον προς τας Καρίνας.