United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηπόρησε πώς ετόλμησα να αψηφήσω τους κινδύνους του επιχειρήματος και με παρεκίνησε να παραιτηθώ αυτού και να επιστρέψω όθεν ήλθα, ανύψωσε δε τους ώμους μειδιών, ότε απεκρίθην ότι η απόφασίς μου είναι σταθερά και δεν δύναμαι να μεταβάλω γνώμην. Ηγέρθην και τον απεχαιρέτησα. Μου έδωκε την ευχήν του, με ησπάσθη και με ωδήγησεν εις την θύραν.

Μα κει που θα μου πάρης την ψυχή, αδερφούλη μου, κάλλια το σελάχι! ξεφώνησε ντροπαλά ο δύστυχος Καναβιός, κ' εγύρισε κατά μας, συχνοσηκώνοντας με μεγάλη στενοχώρια τους ώμους. Ο Κυρ-Λοχίας τόρα οπού εκατάλαβε τι τρέχει άναψε. Γύρισε κατά τον Ψυχομάνη στην άλλην άκρη. — Τ' είν', ωρέ, παλιόσκυλο; του λέει· τ' έχς για, ωρέ, και κάνς έτσι; Ο Ψυχομάνης τάχασε. — Ωρέ, γω σ' κρένω, τι χαλιέβς εκεί;...

Τι έχεις τέλος; Είσαι λοιπόν χριστιανός; — Όχι ακόμη, φευ! Όχι δεν είμαι άξιος ακόμη. Ο Πετρώνιος επέστρεψεν εις την οικίαν του, υψών τους ώμους και λίαν δύσθυμος, συλλογιζόμενος τα του Βινικίου. Ο πεπειραμένος αυτός σκεπτικιστής είδεν ότι είχε χάση την κλείδα της ψυχής εκείνης του ανεψιού του.

Κι' έλα εδωδά καθήστε 495 μαζί μας, γιατί τ' αλόγα τη νίκη λαχταρώντας όπου κι' αν είναι θα φανούν, κι' όλοι θα δείτε τότες τ' άτια μαθές των αρχηγών, πιά 'ναι μπροστά, πιά πίσωΈτσι είπε. Και κατόπιν εφτύς στα τέσσερα ο Διομήδης ζυγώνει, κι' όλο τ' άλογα καμότσιζε στους ώμους. 500 Κι' ήρθε στη μέση στάθηκε, ενώ ποτάμι ο ίδρος 507 έτρεχε κάτου οχ των φαριών τους ώμους και τα στήθια.

Την γούναν του την έχει ρίψει εις τους ώμους τουαναπεταρίκικαι φουμάρει μακρόν τσιμπούκιον, ου ο χρυσοποίκιλτος λουλάς επακκουμβά επί του γεισώματος της εστίας.

Παράκαιρα τον γέρασαν οι πόνοι. Τ' ανδρειωμένο του κορμί, πούνε σκυφτό πολύ. Η πίκραις του το λύγισαν, οι πόνοι όχι οι χρόνοι. Οι ίδιοι πόνοι αυλάκωσαν βαθειά το μέτωπό του, Που απ' το φως του φεγγαριού 'σαν κορυφή φωτίζεται, 'Σάν κορυφή 'ψηλού βουνού, κι' ασπρίζειτον λαιμό του Ξέπλεγη καιτους ώμους του η πλεξίδα κυματίζεται.

Τι θέλεις, σταυρομάνα, για να μας ακούσουν κι' άλλοι; — Αυτό, πουλάκι μ', δεν είνε πράμμα που να κρυφτή, μαθές, είπεν η γραία· ο παπάς που θάρθη δεν θα το κοινολογήση; έχεις ψαλίδι για να κόψης της γλώσσες όλων των κοριτσιών; Η Ευανθία έσεισε τους ώμους.

Κι' οι Τρώες ίσια μαζωχτοί ορμούνε, κι' οδηγούσε ο Έχτορας με δρασκελιές μεγάλες, και μπροστά του πάγαινε ο Φοίβος, σκεπαστός με σύγνεφο στους ώμους, και σκιάχτρα αιγίδα χάλκινη στα χέρια του κρατούσε με κρόσσα γύρω ολόλαμπρα, που ο Ήφαιστος του Δία την έδωκε, ο λαμπρός χαλκιάς, ναν τη φοράει στη μάχη· 310 αφτή βαστώντας το στρατό μπροστά μπροστά οδηγούσε.

Άμα σβήσανε οι τελευταίοι τόνοι, χύθηκε σιωπή στην κάμαρα, μια σιωπή όμως επίσημη. Η γυναίκα μου σηκώθηκε κ' έκλεισε το πιάνο. — Δεν μπορώ πια σήμερα, είπε για δικαιολογία. Μας κοίταξε όμως όλους κ' εννόησε ποια χαρά μας έδωσε. Το πρόσωπό της έλαμψε, πέρασε κοντά μου και πήγε στα παιδιά και τα πήρε κ' έσφιξε στους ώμους της τα κεφάλια τους. — Ευχαριστήστε το μικρό αδερφό, είπε. Αυτός με βοήθησε.

Έχομ' ένα κελλί εγώ μ' έναν πληθοκτίστη κ' έναν καπνοδοχοκαθαριστή, αλλά ποτέ δε μου δίνουν τη σκούπαΌταν κάποιος φίλος του τον κατέκρινε για το φόνο της Helen Abercrombie, σήκωσε τους ώμους κι απάντησε: «Μάλιστα, ήταν φοβερό πράμα, μα κ' εκείν' η ευλογημένη είχε κάτι σφυρά πολύ χοντρά».