United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όταν έφτασε στου θεϊκού Δυσσέα το τρεχαντήρι, οπούκαναν τις συντυχιές και δίκες κι' οπούχανε και τους βωμούς χτισμένα των θεώνε, να! άξαφνα ομπρός του ο Βρύπυλος, του Βαίμου θεοπαίδι, από τη μάχη, στο μερί σαϊτολαβωμένος, 810 προβάλλει εκεί κουτσαίνοντας, και κρύος τούτρεχ' ίδρος κάτου οχ τα ραχοκέφαλα, κι' απ' τη βαθιά πληγή του ανάβρυζε αίμας μελανό, μα ο νους του βάσταε ακόμα.

Κι' έλα εδωδά καθήστε 495 μαζί μας, γιατί τ' αλόγα τη νίκη λαχταρώντας όπου κι' αν είναι θα φανούν, κι' όλοι θα δείτε τότες τ' άτια μαθές των αρχηγών, πιά 'ναι μπροστά, πιά πίσωΈτσι είπε. Και κατόπιν εφτύς στα τέσσερα ο Διομήδης ζυγώνει, κι' όλο τ' άλογα καμότσιζε στους ώμους. 500 Κι' ήρθε στη μέση στάθηκε, ενώ ποτάμι ο ίδρος 507 έτρεχε κάτου οχ των φαριών τους ώμους και τα στήθια.

Μπας και μου τάμαθε ο παπούς τέτοια παραμύθια; Κ' έλεγα πως μ' αγαπούσε! Τι αγάπη είναι αφτή; Και πώς δεν πεθαίνει τώρα, σα μ' αγαπά, για να γλυτώσω εγώ; Τέσσερεις. Να σκοτώσω κανέναν κ' έτσι να γλυτώσω. Πρέπει να πεθάνη ο μουσαφίρης. Να, τώρα, γρήγορα θα πιαστή και το κεφάλι μου. Ίδρος, κρύος ίδρος με περεχύνει. Αφού πιαστή και το κεφάλι μου, δε θα νοιώθω τίποτις πια, δε θα νοιώθω τον πόνο.

Κομένος τούταν ο ζερβύς ο νώμος που του κράταε πάντα γερά τη σκαλιστή εφτάπετσή του ασπίδα, 107 τον είχε πιάσει και βαρύ λαχάνιασμα, κι' ολούθες 109 τούτρεχε βρύση απ' το κορμί ο ίδρος, μηδ' ανάσα 110 στιγμή δεν είχε, και σωρός πλακώνανε οι λαχτάρες. Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες, πώς πρώτα νάπεσε η φωτιά μες στην αρμάδα τάχα.

Και βρήκε του Πριάμου το γιο τον κοσμοξάκουστο στον κάμπο εκεί, όχι χάμου στρωμένο πια, μον κάθουνταν, κι' ότι είχε συνεφέρει 240 και γύρω γνώριζε ξανά, κι' ο ίδρος το ζιχούνι σταμάταε, αφού τον ξύπνησε τ' Αστράφτη πάλε η γνώμη. Και πήγε στάθηκε κοντά του Δία ο γιος και τούπε «Λεβέντη του Πριάμου γιε, πώς χώρια απ' όλους στέκεις εδώ μισόνεκρος; Σαν τι κακό σε βασανίζει245

Κι' ίδρος κουρνιαχτός, δίχως στιγμής ανάσα, 385 τα μάτια κάθε μαχητή περέχαε και ρουθούνια και χέρια πόδια γόνατα καθώς πετσοκοπιούνταν γύρω όλοι εκεί στον παραγιό του ξακουστού Αχιλέα.

Πώς του Διός ο κεραβνός χάμου ξαπλώνει λέφκα με ρίζες κι' όλα, και φριχτά βρωμάει το θιάφι γύρω, 415 κι' άξαφνα αν τύχει και τον δεις, σε κόβει κρύος ίδρος κοντά αν βρεθείς, τι του Διός δε χωρατέβει ο χτύπος· το ίδιο αμέσως στρώθηκε κι' εκείνος μες στις σκόνες.

Τρίζανε οι ράχες, άπαφτα με πείσμα οι μεστωμένες χέρες τραβούσαν, έτρεχε ποτάμι κάτου ο ίδρος, 715 γρόμποι παντού πετάχτηκαν στους ώμους στα πλεβρά τους πυκνοί κι' αιματοβύσσινοι. Και σπρώχνανε τραβούσαν δίχως ανάσα, τι ήθελαν το διάσκελο τριπόδι. Μήτε όμως του Λαέρτη ο γιος κατάφερνε τον Αία να ξεριζώσει, μήτε αφτόν να ρίξει χάμου ο Αίας, 720 τι είχε τα κότσα αλύγιστα.