United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά την εξομολόγηση δεν ξαναμίλησε, δεν ξαναπαραπονέθηκε. Έμενε με σκεπασμένο το κεφάλι, αλλά η ντόνα Έστερ κάθε φορά που ανασήκωνε το χράμι έβλεπε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο όλο και πιο μικρό, μελανό, ζαρωμένο σαν ξερό δαμάσκηνο.

Η ντόνα Έστερ όμως τον άρπαξε από το χέρι και η Νοέμι, που πήγαινε από πίσω του, έπεσε βαριά επάνω στον πάγκο, όπως η ντόνα Ρουθ, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο μελανό. Εκείνος πήγε έξω, κάθισε στο σκαλοπάτι και έμεινε όλη τη νύχτα ακίνητος με το κεφάλι μέσα στα χέρια. Πριν την αυγή έφυγε για να πάει να βρει τον Τζατσίντο.

Το κάρο εξαφανιζόταν μέσα στη νύχτα, αλλά επάνω στη γέφυρα, κάτω από το φεγγάρι, έμενε ο ντον Τζάμε νεκρός, ξαπλωμένος στη σκόνη, με ένα μελανό εξόγκωμα σαν ρώγα σταφυλιού στο σβέρκο. Ο Έφις γονάτιζε πλάι στο νεκρό και τον ταρακουνούσε. «Ντον Τζάμε, αφέντη μου, έλα, έλα! Οι κόρες σου σε περιμένουν.» Ο ντον Τζάμε έμενε ακίνητος.

Κι' αφτός δε χόρταινε να σφάζει, κι' έβαφε μ' αίμας μελανό τ' αζύγωτά του χέρια.

Η ντόνα Έστερ γονάτισε κι αυτή μπροστά στην ψάθα ψιθυρίζοντας: «Έφις, ψυχή μου, θέλεις να φωνάξουμε τον παπα-Πασκάλε; Θα σου διαβάσει το Ευαγγέλιο κι αυτό θα σε ανακουφίσει…» Ο Έφις όμως την κοίταζε με ακίνητο το βλέμμα, με τα μάτια ανέκφραστα στο μελανό του πρόσωπο που γυάλιζε από σταγόνες ιδρώτα.

Την ωρισμένη μέρα, ο Τριστάνος ετοποθετήθη στο μεταξωτό βυσσινί πάπλωμα, και κάθησε να του φορέσουν την πανοπλία του για τη μεγάλη περιπέτεια. Εφόρεσε το θώρακα και την περικεφαλαία από μελανό ατσάλι.

Εκείταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχοςτο μελανό καράβι, να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 «'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260

Και πια σαν ήρθαν στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο, τράβηξαν όξω στην ξηρά το μελανό καράβι, 485 ψηλά στον άμμο, με μακριά το στήλωσαν φαλάγγια, κι' ατοί τους γύρω σκόρπισαν στα πλοία και καλύβια.

Και πριν αρχήση ο πόλεμος, θυμήσου, ο Ησαΐας Να βγη ψηλάτο ξέφαντο κ' εκείθε να κηρύξη Το φοβερόν τον όρκο μας, για να γνωρίση ο κόσμος Ότι το ράσο του παπά κ' η μίτρα του Δεσπότη θα γένουν Χάρου φλάμπουρο και σκιάχτρο και σκοτάδι Και κατασάρκι μελανό στην Άγια Τράπεζά μας, Όσο σ' αυτά τα χώματα δαφνοστεφανωμένη Η Βουλωμένη εκκλησιά το μέτωπο δε δείξη.

Κι' όπως σα βλέπει σύγνεφο βοσκός ψηλά οχ τη ράχη 275 π' ογρό με φύσημα νοτιά στο πέλαγο αρμενίζει, και λες σαν πίσσα μελανό του φαίνεται απ' αλάργα καθώς πλακώνει οχ το γιαλό σιφουνογκαστρωμένο, κι' ανήσυχος μες στη σπηλιά τα θρέμματά του μπάζει· έτσι των θεογέννητων αντρών πυκνοί κι' οι λόχοι 280 κινούσαν με τους Αίιδες στον πόλεμο να πάνε, θολοί, από πλήθος άρματα κι' ασπίδες δασωμένοι.