Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Κι' όπως σα βλέπει σύγνεφο βοσκός ψηλά οχ τη ράχη 275 π' ογρό με φύσημα νοτιά στο πέλαγο αρμενίζει, και λες σαν πίσσα μελανό του φαίνεται απ' αλάργα καθώς πλακώνει οχ το γιαλό σιφουνογκαστρωμένο, κι' ανήσυχος μες στη σπηλιά τα θρέμματά του μπάζει· έτσι των θεογέννητων αντρών πυκνοί κι' οι λόχοι 280 κινούσαν με τους Αίιδες στον πόλεμο να πάνε, θολοί, από πλήθος άρματα κι' ασπίδες δασωμένοι.

Πότε τον έδιωχναν τάχα από κοντά τους· πότε στην ώρα που εδιηγόταν άρχιζαν όλοι ομόφωνοι τον βήχα· πότε έπιαναν φιλονεικία και τον εσύγχιζαν και κάποτε έφευγεν έναςένας σιγά και τον άφιναν ολομόναχον να λέγη και ν' ακούη. Ο Γιαννιός εφουρκιζόταν κ' έβανε όρκο στις μάνας του τα κόκκαλα, στη θάλασσα που αρμενίζει, να μη διηγηθή πλέον τίποτα.

Έτσι φαίνεται· πώς αλλοιώς θα ξηγήσης την τρεμούρα του για δαύτες ; Δος του πέτρες και παλιόχαρτα και πάρ' του την ψυχή. — Ούτε την ψυχή του θέλω, ούτε τη γνώση του. Τούτος, μωρέ μάτια μου, ψηλοκρατιέται. — Και για τούτο χαμηλοπέφτει. — Κατάντησε μπαλόνι κι αρμενίζει στ' ανοιχτά. Πού θέλει να φτάση κ' εγώ δεν ξέρω. — Γένου και συ μπαλόνι να μάθης. — Να πάω απόκοντα; Α! δεν τόχω σκοπό.

ΑΜΛΕΤΟΣ Εις την περιγραφήν σου, Κύριε, ο νέος σώζεται όλος· αν και καλώς γνωρίζω ότι, αν θελήσωμε να τον καταμε- ρίσωμεν απογραφικώς, θα ζαλίσωμε την αριθμητικήν του μνημονικού, και ότι τούτο θα μείνη οπίσω, τόσο ογλήγορα αρμενίζει εκείνος.

Επήρε το κορίτσι του καπετάν Λυμπέρη, τη Χ., που είνε ως ένδεκα χρονών, καθαρό, αθώο, όπως της είπε η Γκότσαινα, και της έβαλε το 'κόνισμα στα χέρια, κ' εκάθισε, και το κύτταζε, μιαν ώρα. Κ' ύστερα την ερωτά· τι βλέπεις; Και της είπε· βλέπω το καράβι που αρμενίζει με πρύμον καιρό, με τα πανιά φουσκωμένα, κι' ο καπετάνιος στο τιμόνι· κατά 'δώ έχει την πλώρη.

Ευρέθη, φαίνεται, ο τρόπος εκείνος . . ., και η φαντασία του Περδίκη αρμενίζει τώρα πλησίστιος και φαιδρά διά του απείρου πόντου των σχεδίων, ων αναπλάττει δυνατήν και προσεχή την πραγματοποίησιν διά του αναποφεύκτου κέρδους των εκατόν χιλιάδων. Ο νους του μεθίπταται ακάματος από ιδέας εις ιδέαν και από επιχειρήσεως εις επιχείρησιν. Αγνοεί τι να εκλέξη και πού να σταματήση.

ΡΩΜΑΙΟΣ Ομιλεί. — Ομίλει, ομίλει, άγγελε λαμπρέ! — Μου έλαμψες ‘ς το σκότος, καθώς οπόταν ο θεός εις τους ανθρώπους στέλνει τον πτερωτόν του μυνητήν απ' του ουρανού τα ύψη, κι αναστηλόνουν έκθαμβα οι άνθρωποι τα μάτια, και γέρνουν τα κεφάλια των οπίσω, να τον βλέπουν, που κάθεται ‘ς τα σύννεφα τα αργοκινημένα και αρμενίζει υψηλά ‘ς τους κόλπους του αιθέρος! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε, ω Ρωμαίε!

Το κατάφερα κ' έχω χαρά. Κρίμα που δεν είσαι πλάγι μου να σε δείξω μια βάρκα βαρκούλα μικρή που αρμενίζει αλάργα στο γιαλό. Τι νόστιμη, τι χαριτωμένη, τι μικρούτσικη μικρουλή που φαίνεται αλήθεια από δω απάνω στο βουνό! Μόλις τα μάτια σου την ξανοίγουν και μοιάζει σαν τιποτένια. Κι όμως, παιδάκι μου, μη φοβάσαι. Έφτειαξα μια βάρκα για σένα που δεν μπορεί φουρτούνα να τη χαλάση.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν