Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Παράλογα κι αστόχαστα, δουλειά δεν καταφέρνεις. Λέλα, μη φοβάσαι, σου λέω. Φοβήθηκες εσύ ψέφτρα, και δε μου είπες την αλήθεια. Έτρεμες να μη σε σκοτώσω. — Άκουσες τι ταπεινά που μου μιλούσε; Ύστερα, για να το κρύψη, κάμνει πως μ' αγαπά και ρίχτει φωτιές στην αγκαλιά μου. Άναψε, κόρωσε με μιας. Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Δε λέω γρυ· προσμένω, καρτερώ. Έτσι καμιά μέρα θα τους πιάσω.

Λόγχες του φάνηκαν τ' αγκάθια τους· μυριάδες λόγχες, έτοιμες να ξεκοιλιάσουν τον κακόβουλο διαβάτη. Κι από μέσα ψήλωναν και θέριευαν οι φυτιές σαν αντρογυναίκες στην ώρα τους. Το ίδιο και στου Μήτρου του Γλάμη. Αληθινά εκεί είδε και κάποια αταξία. Τα πολλά δεντρικά ήταν αστόχαστα βαλμένα τόνα κοντά στο άλλο και μάλωναν μεταξύ τους, τρώγονταν, θαρρείς, για τον αέρα και το φως.

ΙΟΚΑΣΤΗ Γιατί τέτοια ασυλλόγιστη λογομαχία εστήσατε ταλαίπωροι, ενώ τας Θήβας δέρνει η μεγάλη συμφορά; Ντροπή καμμία δεν έχετε και αστόχαστα κινείτε μίση. Δεν πας εις το παλάτι σου και συ στο σπίτι, Κρέων, μη λάχη τα μικρά γείνουν μεγάλα; ΚΡΕΩΝ Ο σύζυγός σου τρομερήν, άνασσα, θέλει να μου επιβάλη τιμωρίαν και μου προτείνει τον θάνατον αν προτιμώ ή την εξορία.

Κρίμα που δεν μπορώ να παινέψω κ' εγώ τα λόγια σου· την έκοψε ο Δημητράκης. Γιατί εσύ τόσο στοχαστική να μιλάς έτσι αστόχαστα; Ξέρω πως δεν τα πιστεύεις αυτά που λες· κ' έχεις δίκιο να μην τα πιστεύης. Όχι εσύ· εγώ κερδίζω μ' αυτόν το γάμο. Κι όχι μόνον εγώαν ήταν για μένα, δε θα φρόντιζα τόσο. Ο σκοπός μας κερδίζει, η γενιά μας.. . .

Κι αφτοί έρχουνται και μιλούνε για δικές τους ιδέες, που θαρρούν πως έχουνε, ας είναι ακόμα και μισές. Αστόχαστα φτωχά κεφάλια κι αφιλοσόφητη φιλοσοφία! Η μισή γλώσσα σε τι απάνω στηρίζεται λοιπόν, ως τώρα δεν το βλέπω.

Αλλά δεν κατώρθωνε. Διεκόπτετο από ένα συνεχή θρήνον. Ο πόνος ο αληθινός δεν κρύπτεται. Πολλαίς φοραίςτης πρώταις ημέραις, — εξεχνούσεν ο παπά-Κονόμος πως είχεν αποθάνει η κόρη του, και όταν επέστρεφεν από την εκκλησίαν εις τον οίκον του το πρωί, εφώναζεν αστόχαστα: — Κουκκίτσα, ετοίμασε τον καφφέ!

Λοιπόν, ω λαμπρέ μου Ευθύφρον, σπουδαιότατον πράγμα θα ήτο δι' εμέ να γείνω μαθητής σου, και προ της δίκης μου, η οποία εκινήθη εναντίον μου εκ μέρους του Μελήτου, να προκαλέσω αυτόν ενώπιον του αρμοδίου άρχοντος εις εξέτασιν της διαφοράς μας και να του είπω αυτά τα ίδια, τα οποία ήθελον μάθει από σε, ότι εγώ βεβαίως και πρωτύτερα εθεώρουν ως πάρα πολύ σπουδαίον πράγμα να γνωρίζω καλώς τα θρησκευτικά και τώρα, αφού εκείνος με κατηγορεί ότι κατήντησα εις πλάνην, διότι αστόχαστα παρουσιάζω εις τον κόσμον νέας δοξασίας περί θεών, τότε δα βεβαίως έγεινα μαθητής ιδικός σου.

Μα εκείνος καθώς είχε μάθει κάθε του έρωτα παραμύθι στα τραπέζια των παραλυμένων, όχι αστόχαστα, και για τον εαυτό του και για το Δάφνη, έλεγε: — Κανένας αγαπητικός, αφέντη, δεν τα ψιλολογάει αυτά, μόνε σ' όποιας λογής πράμα κι αν βρη την ομορφιά σκλαβώνεται. Γι' αυτό και φυτό κάποιος αγάπησε και ποτάμι και θεριό.

Εκείταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχοςτο μελανό καράβι, να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 «'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260

Μπρε! είπεν άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του. Τόρα μόλις εφωτίσθηκε. Ναι τόρα εθυμήθηκε πως μια στιγμή, όταν η μπεοπούλα έμενεν ακίνητη εμπρός του, βλέποντας το χυτό κορμί έκραξεν αστόχαστα: — Μωρέ μήλο για δάγκωμα! Κ' έσυρε το τρεμάμενο χέρι γλυκά και ανάλαφρα επάνω της. Με τούτο όμως ο γέροντας εμολήνθηκε και μολυσμένου άνθρωπου δεν πιάνουν τα μάγια ποτέ!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν