United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μην τονέ πάρη πάλε χαμπάρι κανένας σαν κατέβηκε στο γιαλό; είπε μέσ' στα δόντια του ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Τυχερό του ήτανε, βλέπεις. Ο Μιχαληός πήρε βαθειάν ανάσσα. Ό,τι και νάλεγε, μέσα του τον πονούσε η καρδιά του. — Τονέ πήρε χαμπάρι ένας μούτσος από το καΐκι. Τι βγαίνει; Παιδί πράμμα ο μούτσος, δεν πήγε ο νους του σε κακό.

Λογαριάζεις με την αγάπη!...» Λες και ήτανε προφήτης. Όπως τώπε κέγινε. Σα γυρίσαμε μ' ένα μήνα στην πατρίδα, μάθαμε τα μαντάτα με το νι και με το σίγμα. Πήρε λίγο ανάσσα ο Μιχαληός ο Μακαράς, έστρηψε κ' ένα τσιγάρο και ξανάρχισε, βγάζοντας δυο σύννεφα απ' τα ρουθούνια του. — Να μη στα πολυλογώ, σα γύρισε στην πατρίδα με το βαπόρι, μια και δυο στου παπά.

ΑΓΓΕΛΟΣ Τάχα μπορώ από σας να μάθω, ξένοι πού ’ναι του Οιδίποδος εδώ του βασιλέως τ’ ανάκτορα, ή πού βρίσκεται αυτός ο άναξ; ΧΟΡΟΣ Εδώ είναι το παλάτι του και μέσα μένει° ιδού κ’ η άνασσα και μάνα των παιδιών του. ΑΓΓΕΛΟΣ Ευτυχισμένη σ’ ευτυχείς, άννασσα να ’σαι, που είσαι τέλεια σύζυγος του βασιλέως, αφού μητέρα εγίνηκες παιδιών δικών του.

Ο Κρέων για τούτους ο ίδιος, όσον εσύ και αν με παραγνωρίζεις, θα ’μαι. ΧΟΡΟΣ Άνασσα, τον Οιδίποδα γιατί βραδύνεις να πάρης στο παλάτι μέσα να πραΰνης; ΙΟΚΑΣΤΗ Θα τόνε πάρω βέβαια, αφού όμως μάθω, ποια η αιτία που μάλωσεν ο Κρέων μαζί του. ΧΟΡΟΣ Μιά υποψία αμφίβολη στη μέση ερρίχθη. Και πάντα βλάφτει η ψεύτικη κατηγόρια. ΙΟΚΑΣΤΗ Και οι δυό σε τούτο εφταίξανε; ΧΟΡΟΣ Ναι. ΙΟΚΑΣΤΗ Ο λόγος;

Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνες της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου . . .

Άλλος δεν ήτανε γύρω απ' τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Εληά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεββατιού, κρατώντας κι' αυτή την ανάσσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, πούχε πλακώσει το σπίτι. Ο Γιώργης εβάρυνε... Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κ' έφευγε κουνώντας το κεφάλι του.

Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα. — Αμ! τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! τούκαμε ο Μιχαληός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ναναστέναζε μαζί.

Τι είπανε κανένας δεν άκουσε, μα ολωνών τα μάτια είχαν βουρκώσει. Ύστερα ο Μοναχάκης πήρε μια βαθειά ανάσσα και ρίχνοντας μια ύστερη ματιά αχόρταγη στην «Αθηνά»: — Σχώρα με και Θεός σχωρέσοι! μουρμούρισε. Η «Αθηνά» σάλεψε λυπητερά μέσα στο μούχρωμα, σαν ναπείκασε τα λόγια του Μοναχάκη. Σάλεψε μ' ένα παράπονο ανθρωπινό. Ο Γερο-Φλώκος πήρε πάλι στον ώμο τον καπετάνιο, αγάλια-αγάλια.

Όταν σταμάτησε λίγο κι' αναστέναξε βαθειά, κανένας δεν έβγαλε τσιμουδιά. Κρατούσανε την αναπνοή τους. Ο Μαθιός πήρε μια βαθειά ανάσσα και ξαναείπε το τροπάρι. Ποτέ η φωνή του δεν είχε πάρει τέτοια γλύκα σαν και σήμερα. «...Πάντα ονείρου απατηλότερα». Σαν έσβυσε αλαφρά μέσα στη σιγαλιά η τελευταία του νότα, τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ' τα μάτια του.

ΙΟΚΑΣΤΗ Γιατί τέτοια ασυλλόγιστη λογομαχία εστήσατε ταλαίπωροι, ενώ τας Θήβας δέρνει η μεγάλη συμφορά; Ντροπή καμμία δεν έχετε και αστόχαστα κινείτε μίση. Δεν πας εις το παλάτι σου και συ στο σπίτι, Κρέων, μη λάχη τα μικρά γείνουν μεγάλα; ΚΡΕΩΝ Ο σύζυγός σου τρομερήν, άνασσα, θέλει να μου επιβάλη τιμωρίαν και μου προτείνει τον θάνατον αν προτιμώ ή την εξορία.