United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' απ' το βαθύπλουτο ιερό κι' ο Φοίβος τον Αινεία τους στέλνει, κι' έβαλε ζωή μες στ' αρχηγού τα στήθια. Κι' αφτός στους φίλους πάγαινε, και χάρηκαν εκείνοι άμα τον είδαν ζωντανός που ζύγωνε κι' ακέριος, 515 θάρρος γιομάτος, μα χωρίς και ναν του πουν δυο λόγια· τι η άλλη αμπόδιζε δουλιά που ο άγριος σήκωσε Άρης, κι' η Έριδα η αχόρταγη κι' ο Αργυροδοξάρης.

Τι είπανε κανένας δεν άκουσε, μα ολωνών τα μάτια είχαν βουρκώσει. Ύστερα ο Μοναχάκης πήρε μια βαθειά ανάσσα και ρίχνοντας μια ύστερη ματιά αχόρταγη στην «Αθηνά»: — Σχώρα με και Θεός σχωρέσοι! μουρμούρισε. Η «Αθηνά» σάλεψε λυπητερά μέσα στο μούχρωμα, σαν ναπείκασε τα λόγια του Μοναχάκη. Σάλεψε μ' ένα παράπονο ανθρωπινό. Ο Γερο-Φλώκος πήρε πάλι στον ώμο τον καπετάνιο, αγάλια-αγάλια.

Εξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί. Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Πού ήσουν αδελφή μου; Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χοίρους έσφαζα. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Συ, αδελφή, πού ήσουν; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Μία ναύτισσα εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. — Δος μου, λέγω της. — Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!

Τετραπέρατος άνθρωπος για το έργο που διορίστηκε να κυβερνήση, όντας προικισμένος όχι μονάχα με φυσική αξιωσύνη, μα αρματωμένος και μ' απέραντη μάθηση. Για κακή του όμως τύχη έκρυβε κάτω από μεγάλη ευγένεια και γλύκα ένα φοβερό πάθος που οι μεγαλήτεροι του θαμαστάδες δεν μπορέσανε να ταρνηθούνε, δηλαδή αχόρταγη όρεξη να δωροδοκιέται και να ωφελή σε μερικούς για βλάβη του τόπου.

Κι' όπως φουντώνει αχόρταγη φωτιά μεγάλο δάσος 455 στα κορφοβούνια, και θωρείς τη λάμψη μίλια αλάργα, όμια άστραφτε ως στον ουρανό περνώντας τον αιθέρα κι' η λάμψη απ' το θεόσταλτο χαλκό σα ροβολούσαν.

Βεβαίως, ενόει όλην την βαρκαδιά ως μερδικό του· και το μεριδικό του το πήρε πίσω η θάλασσα η αχόρταγη. Τότε οι δύο νομάτοι, οι σύντροφοι του Λούκα, έρριψαν όλον το βάρος επάνω του, κ' επέμειναν να μοιρασθούν οι δύο ό,τι είχε μείνει απ' όλον το φορτίον, επειδή αυτός με το «ταμάχι» του και με την πλεονεξίαν του έγινεν αίτιος της αβαρίας, και είνε δίκαιον η ζημία να πέση εις βάρος του.

Εταίρος Αλλά εγώ, Σωκράτη, θέλω να ειπώ ότι εκείνοι είναι φιλοκερδείς, οι οποίοι κάθε φοράν ωσάν να τους ωθή κάποια αχόρταγη πλεονεξία ορέγονται υπερβολικά και τα ελάχιστα πράγματα, τα οποία ή δεν έχουν καμμίαν αξίαν ή έχουν κάποιαν αλλ' όλως διόλου ασήμαντον, και ζητούν να κερδοσκοπούν επ' αυτών.

Ροβόλησαν τον κατήφορο βιαστικά βιαστικά, και χωρίς να το νοιώσουνε βρεθήκανε ολόμπροστα στο χωριό. Τα παρατηρούσε όλα ο Παυλής μ' αχόρταγη δίψα.

Μα εσείς θαρρώ ποτές σας δε θα τελιώστε, μοναχά σαν πέσει ο ένας χάμου κι' η γης ρουφήξει αχόρταγη το αίμας του το μάβροΕίπε και ρήχνει. Κι' έστειλε του Δία η κόρη τ' όπλο 290 στη μύτη, εκεί στο μάτι του σιμά, κι' αντίκρυ ο στόκος βγήκε στο σνίχι κόβοντας τα δυο σβερκοποντίκια.

Θενά δης άντρες συναγμένους σε στοές μαρμάρινες και σε περιστήλια, και βυθισμένους στη μελέτη εκείνη που τηνε λέγανε — «τη πόλει συμφέρον» — το συμφέρον εκείνο που κολοβώθηκε κι αυτό σήμερα καθώς το λυχνάρι, κι άλλο τώρα δεν σημαίνει παρά το ιδιαίτερό μας καλό, την αχόρταγη την όρεξη του εγώ.