Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Σκληρός πως έχω «αφηρημένες ψύχωσες». Ίσως, μα δεν είναι λιγώτερο ευγενικές από μιαν άλλη επίσης «αφηρημένη ψύχωση» που ξέρω, το θεωρητικό σοσιαλισμό. Γιατί, καθώς είπα, και ο σοσιαλισμός από αίσθημα μεταμορφώνεται και γίνεται θεωρία ιδανικό, ψύχωση, και ουτοπία, όπως κάθε άλλο ανθρώπινο αίσθημα, όσο και αν προέρχεται από συγκεκριμένους λόγους. Και με κατηγορεί ο κ.

ΦΕΡΔΙΝ. Το τραγούδι αναφέρει τον πνιγμό του πατρός μου· τούτο δεν είναι ανθρώπινο πράμμα, μήτε είναι ήχος της γης. Τώρα το ακούω αποπάνου μου. ΠΡΟΣΠ. Σήκωσε τα βλέφαρά σου, και λέγε, τι βλέπεις εκεί πέρα; ΜΙΡ. Τι είν' αυτό; ένα πνεύμα; Θεέ μου, πώς κυττάζει τριγύρω! Πίστεψε με, αφέντη, η μορφή του είναι καλή. — Αμμ' είναι πνεύμα!

Αν δεν κάνουν άλλο τίποτε οι φωνές τους, όμως καταστρέφουν ολότελα την πίστη του Έλληνα στο ελεεινό Ε λ λ α δ ι κ ό κράτος. Όλα αυτά ετοιμάζουν την κοινωνική επανάσταση. Με τον κ. Σκληρό δεν είμαι σύμφωνος ότι το έθνος δεν είναι ανθρωπινό, παρά είναι σκιά έθνους. Συμφωνώ όμως ότι το κράτος είναι ελεεινό.

Να η τρύπες από τους σύρτες!.» — Κάπου εύρισκε ο άλλος στη γη κάνα κομμάτι αγγειό πήλινο, είτε καμμιά πέτρα καλοπελεκημένη ή κάνα παλιό κόκκαλο ανθρωπινό ξεθαμμένο από τους τάφους και συμπυκνώνονταν εκεί ολόγυρά του οι άλλοι απανωτοί για να ιδούν, για να πιάκουν κι αυτοί για να περιεργαστούν. Κ' έλεγε ο καθένας το θαυμαστικό λόγο του.

Έτσι, τα φυσικά φαινόμενα προσωποποιούνται συχνά, προεκτείνοντας το ανθρώπινο δράμα. «Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν: Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα, αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι

Σαν το θεριό που μια κι απογευτή ανθρώπινο αίμα, παίρνει τα βουνά και τα δάση να ξαναβρή τέτοιο θύμα, έτσι γύριζε τώρα κι ο Παναγής μέσα στη θάλασσα. Κανένας δεν τον ήξερε πού βρισκότανε. Παντού ξεφύτρωνε, παντού πολεμούσε. Δεκατέσσερεις μήνες τον είχανε για χαμένο, κι ο πεθερός του, κι όλο το σπιτικό.

Εκείνος πάντα εστάθηκεν αόρατος κυβερνήτης του ξύλου, άγρυπνος φύλακας του θαλασσινού. Εκείνος εύρε πρώτος το τιμόνι κ' έσωσε το μυθικό πλεούμενο με το ανθρώπινο φορτίο του από του διαβόλου την επιβουλή. Και όμως εμείς τόρα τον εκάναμε θανάσιμον εχθρόν. Ποια η τύχη μας; Να τριγύρω τα σκότη και η άβυσσος! — Τίποτα! ετοιμάσθηκα να ρίξω πάλι κάτω τρανολάλητο.

Μπορεί κάπως νάχουνε δίκιο οι κατήγοροι τούτοι• μα το κακό είναι στην κατάχρηση, όχι στην χρήση των ερωτικών μπελάδων, κι από λογοτέχνες όχι πρώτης γραμμής. Μα καλά καλά, τίποτε σπουδαιότερο, τίποτε ουσιαστικώτερο, τίποτε πιο ανθρώπινο, τίποτε πιο ανεξάντλητο, τίποτε πιο αιώνιο σαν το θέμα τούτο.

Και όταν φυσούσε ο δυνατός βορηάς, η λεύκα βογγούσε με ανθρώπινο βογγητό· και όταν έπαιρνε η δυνατή νοτιά, από μέσα από τα κλαδιά της έβγαιναν ανθρώπινα αναφυλλητά· και όταν έπεφτε το σκοτάδι και τα άλλα δένδρα έγερναν το ένα στην αγκαλιά του άλλου, αυτή μονάχη και ξεχωριστή εφάνταζε σαν ψηλό φάντασμα, άγρυπνο και καταραμένο, χωρίς ύπνο, που άπλωνε πάντα και όλο άπλωνε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που έφευγαν κ' εγλυστρούσαν απάνω στα νερά του ποταμού.

Πρώτη φορά αντιλαλούσανε στη γης τέτοιες παρηγορητικές διδαχές, τέτοια βαλσαμωτικά λόγια· πρώτη φορά γλυκοχάραζε στον ανθρώπινο νου η ιδέα της αγάπης, της ισότητας και της ουρανόσταλτης χαράς. Μόλις τάκουσε ο Παύλος τα θεϊκά εκείνα λόγια κι άρχισε μακρινά ταξίδια και πολυβάσανα. Δεν άφησε μήτε Συρία, μήτε Αραβία, μήτε Κύπρο και Μικρασία. Έστηνε Εκκλησίες και πήγαινε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν