United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας· επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες· και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη, αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθριατους μνηστήραις 5 άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις, όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν, βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των. αλλ' εταράζετο η καρδιάτα σωθικά του εκείνου, και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10 εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία, ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα. και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει, άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμητην μάχη· 15 όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε. και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας·βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον, όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20 όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.— τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος· τότεαυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε· και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25 άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκείτην φλόγα οπ' έχει ανάψει, ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην, εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότεαυτόν η Αθήνη 30 κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα·την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου· «Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη; ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδούτο σπίτ' η σύντροφός σου, και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35

Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε κατά σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος, αναμένων. Προς παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και προς πάσαν λέμβον, παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν άνωθεν, παρακλητικώς: — Μην είδατε της σκούναις μου;

ΜΕΝΑΛΚΑΣ Λύκε, μακρυά απ' τα γίδια μου κι απ' τις γιδομαννάδες· είμαι μικρός κι ανήξερος, μη θέλης το κακό μου. Ασπρόσυρε σκύλλε μου, γιατί τόσο βαθυά κοιμάσαι; όταν κοπέλι είνε βοσκός, άγρυπνος μένει ο σκύλλος. Και σεις, καλά μου πρόβατα, χλόη απαλή χορτάστε· μη την φιλαργυρεύεστε, θε να φυτρώση πάλι. Εμπρός! βόσκετε, βόσκετε, γεμίστε τα μαστάρια, ταρνάκια να χορτάσουνε κ' εγώ τυρί να πήξω.

Εξύπνησε μόλις την εσπέραν ή μάλλον αφυπνίσθη υπό της δούλης του, ήτις τον προέτρεπε να εγερθή, επειδή κάποιος τον εζήτει διά κατεπείγουσαν υπόθεσιν. Ο άγρυπνος Χίλων εζαλίσθη αμέσως, έρριψε ταχέως μανδύαν με κουκούλαν επί των ώμων του έπειτα παρετήρησε διά της θύρας του κοιτώνος με βλέμμα ύποπτον και διέκρινε την γιγάντιον κατατομήν του Ούρσου.

Η καρδία της εβροντοκτύπα αδιακόπως, λέγουσα εις αυτήν να είνε άγρυπνος, ενώ η επιθυμία την ώθει εκεί, προς το αύλημα, το οποίον ηκούετο ήδη ευκρινώς ότι ήρχετο από της σκιάδος. Η λυγερή αδύνατος εις αντίστασιν καθ' εαυτής, εστράφη και παρετήρησε πάλιν την σκιάδα, να ίδη τον αυλητήν. Αλλ' άνθρωπον πουθενά δεν διέκρινε.

Αν πέθαινες εσύδεν μπορώ να το στοχαστώ. Μα αν πέθαινε ο Σβεν, δε θα μπορούσα να ζήσω πια. Πολλές φορές σκέφτηκα να σου το πω. Γιατί ήθελα να το ξέρης. Μου άπλωσε το χέρι και τα μάτια της γυρέψανε τα δικά μου, σα να ήθελε να μου ζητήση να τη συχωρέσω γιατί πίστευε πως μπορούσε να ζήση χωρίς εμέ. Κι άμα σβήσαμε το φως, έμεινα πολλή ώρα άγρυπνος και στοχαζόμουνα τα λόγια της.

Αρπάζει τάρματα, κρύβει την κάρα Πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή. Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει Η έρμη φτέρνατο βουνό, Μαύρο κύμα ανεμοδέρνει Και δε βρίσκει ένα γιαλό. Τον επήρε γι' αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός... Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη Πάντα πίσω του ο νεκρός. 'Σ το τυφλό το τρέξιμό του Μεςτη φούχτα του αρπαχτά Για να βρέξη το λαιμό του Πίνει πάχνη και περνά.

Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο. Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια.

Είτα εκάθισαν παρά την φέγγουσαν εστίαν. Η Αϊμά είχεν απόφασιν να μη κοιμηθή, αλλ' ο κάματος και ο ύπνος ενίκησαν αυτήν. Έκυψε την κεφαλήν επί των γονάτων της και απεκοιμήθη. Ο δε Πρωτόγυφτος έμεινεν άγρυπνος. Μόνον περί όρθρον βαθύν, ότε ήκουσε κρότον τινά, ως να απεπειράτο τις ν' ανοίξη την θύραν έξωθεν, τότε παραδόξως έκλεισε τους οφθαλμούς και εφάνη ότι εκοιμάτο.

Ο γέρο-Σταμάτης ήτο καλά εκεί, διά να είνε πλησιέστερα εις την έξω θύραν, και ν' ακούση πάντα τυχόν κρότον μέλλοντα ν' ακουσθή έξω. Επειδή εκαυχάτο ότι ήτο άγρυπνος πάντοτε και τον είχον επονομάσει τινές «φύλακα των κοριτσιών». Δίπλα εις το μικρό πάτωμα ήτο η καθαυτό μηχανή, ο κύριος μύλος. Υποκάτω του πατώματος ήτο η διέξοδος του νερομύλου προς τον κατήφορον, δυτικά, εις το ρεύμα.