United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων μη διακρίνας τον σωρόν εκείνον της γραίας, έστρεψεν επάνω την κεφαλήν, προς τα έρημα και ανοικτά παράθυρα του πρώτου πατώματος, από του οποίου επίστευσεν ότι κατήλθεν η απειλή εκείνη η φοβερά, δαιμονίου απειλή, στοιχειωμένου εκεί από αιώνων. Συνεμάζευσε την κάπαν του, εκάλυψε την κεφαλήν του με την κουκούλαν και απεμακρύνθη, χωρίς ουδέ τον σταυρόν του να κάμη από τον φόβον του.

Εξύπνησε μόλις την εσπέραν ή μάλλον αφυπνίσθη υπό της δούλης του, ήτις τον προέτρεπε να εγερθή, επειδή κάποιος τον εζήτει διά κατεπείγουσαν υπόθεσιν. Ο άγρυπνος Χίλων εζαλίσθη αμέσως, έρριψε ταχέως μανδύαν με κουκούλαν επί των ώμων του έπειτα παρετήρησε διά της θύρας του κοιτώνος με βλέμμα ύποπτον και διέκρινε την γιγάντιον κατατομήν του Ούρσου.

Δώσατέ μου τον αμαυρόν μανδύαν μου, με μίαν κουκούλαν! διέταξεν ούτος. Άρα γε θα απολήξη το πράγμα εις μάχην; — Κύριε, είπεν ο Τιγγελίνος με φωνήν διστακτικήν, έπραξα ό,τι εξηρτάτο από εμέ, αλλ' ο κίνδυνος απειλεί . . . Ομίλησε εις αυτούς, αυθέντα, ομίλησε προς τον λαόν σου, και δος αυτώ υποσχέσεις! — Ο Καίσαρ να ομιλήση προς τον όχλον; ας ομιλήση άλλος εξ ονόματός μου. Ποίος αναλαμβάνει;

Άλλως τε ο υψηλός γέρων ασφαλισθείς απ' αυτόν εκείνον, τον οποίον είχε παρακινήσει να φονεύση τον Γλαύκον, ωμοίαζε πολύ ολίγον προς τον Έλληνα εκείνον τον κυρτωμένον από τον φόβον· εφόρεσε λοιπόν άλλον μανδύαν φροντίσας συγχρόνως να ρίψη επί της κεφαλής του ευρύχωρον γαλατικήν κουκούλαν εκ φόβου μήπως ο Ούρσος ενεθυμείτο τα χαρακτηριστικά του, όταν και οι δύο θα ευρίσκοντο εις το φως.

Οι πόδες του, ανασυρομένου του βρακίου κατήρχοντο ξηροί ως δύο κλώνοι ελαίας, με τας λευκάς μαλλίνους περικνημίδας και τα υποδήματα τα γεμενιά, εξ απλού εγχωρίου δέρματος, τα λεγόμενα άλλως τομαρίσια. Καποτάκι κοντό με κουκούλαν εκάλυπτε την κεφαλήν του και τους ώμους.

Την ιδίαν στιγμήν από το υπόγειον εξήλθε γέρων τις ενδεδυμένος μανδύαν με κουκούλαν, αλλά με την κεφαλήν ασκεπή και ανήλθεν επί τινος λίθου ευρισκομένου πλησίον της πυράς. Παρετηρήθη κάποια κίνησις εις το πλήθος, φωναί τινες πλησίον του Βινικίου εψιθύρισαν. Ο Πέτρος! ο Πέτρος! Μερικοί εγονάτισαν· άλλοι έτειναν τας χείρας προς αυτόν.

Η Ευνίκη ωχρίασε και προσηλώσασα προς τον Βινίκιον περιδεείς οφθαλμούς επερίμενε την απόφασίν του. Εκείνος θλίβων τους κροτάφους με τας χείρας του, ήρχισε να ομιλή πολύ ταχέως ως άνθρωπος, τον οποίον βασανίζουν. — Όχι! όχι . . . Δεν την θέλω· δεν θέλω καμμίαν. Σε ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω! θα υπάγω να ζητήσω την άλλην ανά την πόλιν. Ειπέ να μου δώσουν ένα μανδύαν γαλατικόν με κουκούλαν.