United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε δε είδεν αυτόν επιβάλλοντα αυθάδη χείρα επί της κοιμωμένης δούλης του, αι παρειαί αυτού ηρυθρίασαν εκ της οργής, ως αι της εν Λωρέτω Παναγίας, οσάκις ασπάζονται αυτήν ασεβή χείλη, η κεφαλή του εσείσθη απειλητικώς και το έλαιον της λυχνίας ανέβρασε μεθ' ορμής.

ΕΡΜΙΟΝΗ Με άφησες, πατέρα, με άφησες σαν καράβι χωρίς τιμόνι και χωρίς κουπιά εις την θάλασσαν, θα με σκοτώση, θα με σκοτώση ο άνδρας μου. Δεν θα μείνω πια εις αυτό το παλάτι που έκαμα τους γάμους μου. Εις τίνος θεού άγαλμα να πέσω ικέτις; Να πέσω ως δούλη εις τα πόδια της δούλης; Είθε να ήμουν πουλί να επετούσα μακρυά από την Φθιώτιδα.

Όθεν, ποτέ μεν υπενθυμίζων εις τους συμπολίτας του το ένδοξον του Θρασυβούλου ανδραγάθημα, ποτέ δε λέγων προς αυτούς ότι αισχρόν και ανόσιον είναι να παραμελή ο πολίτης την πατρίδα του ατιμαζομένην υπό ξένων όπλων , και άλλοτε ότι προτιμότερος ο έντιμος θάνατος παρά την άτιμον ζωήν , δεν έπαυε προετοιμάζων και εξάπτων καθ' ημέραν τους Θηβαίους προς απελευθέρωσιν της δούλης πατρίδος των.

Πιστεύεται δε ότι ουχί ολίγον θα συντελέση υπέρ της προόδου της γυμναστικής και το χθες αρχίσαν συνέδριον και η εξ αυτού προελθούσα ένωσις και κοινοπραξία των απανταχού της Ελλάδος, ελευθέρας και δούλης αθλητικών σωματείων.

Ενδύσας την θυγατέρα του με ενδύματα δούλης την έπεμψε με στάμνον εις την χείρα διά να φέρη ύδωρ· μετ' αυτής δε συναπέστειλε και άλλας παρθένους τας οποίας εξελέξατο μεταξύ των Θυγατέρων των πρώτων ανδρών του τόπου, όλας ενδεδυμένας ως η θυγάτηρ του βασιλέως.

Ή να ήμουν εκείνο το πλοίον από πεύκην που επέρασε πρώτον τας Συμπληγάδας... ΤΡΟΦΟΣ Κόρη μου, δεν σ' επήνεσα ούτε την υπερβολήν σου τότε που εζητούσες να σκοτώσης την γυναίκα από την Τροίαν, αλλά ούτε τώρα εγκρίνω τους υπερβολικούς σου φόβους. Ο άνδρας σου δεν θα σε διώξη πεισθείς εις τα λόγια μιας βαρβάρου δούλης.

Εξύπνησε μόλις την εσπέραν ή μάλλον αφυπνίσθη υπό της δούλης του, ήτις τον προέτρεπε να εγερθή, επειδή κάποιος τον εζήτει διά κατεπείγουσαν υπόθεσιν. Ο άγρυπνος Χίλων εζαλίσθη αμέσως, έρριψε ταχέως μανδύαν με κουκούλαν επί των ώμων του έπειτα παρετήρησε διά της θύρας του κοιτώνος με βλέμμα ύποπτον και διέκρινε την γιγάντιον κατατομήν του Ούρσου.

Ιδού η περί ης ο λόγος μετάφρασις: ΡΩΜΕΩΝ, ΙΟΥΛΙΑ ΡΩΜ. Ουλαίς γελά τις τραυμάτων άπειρος ων. Τι χρήμα λεύσσω; τις ποθ' υψόθεν δόμων αυγή διήξεν; ηλίου μεν αντολαί φάος τόδ' έστιν, ήλιος δ' Ιουλία. Αλλ' ει εγείρου καλλιφεγγές ήλιε, φθονεράν σελήνην φθείρε, και γαρ άλγεσι τέτηκεν ήδη πάσα και μαραίνεται, σου της γε δούλης καλλονή νικωμένη.

Πηγαίνω, έστω και αν πρόκειται να πάθω τίποτε κακόν, αφού είμαι δούλη και η ζωή μιας δούλης δεν αξίζει τίποτε. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πήγαινε λοιπόν γρήγορα. Εγώ δε καθισμένη εδώ με θρήνους και γόους και δάκρυα θα γεμίσω τον αέρα. Διότι είναι φυσικόν εις ημάς τας γυναίκας ως απόλαυσιν να έχωμεν πάντοτε εις το στόμα μας τας συμφοράς του παρόντος. Και διά να κλαίω δεν έχω μίαν αφορμήν αλλά πολλάς.

Ο ιερεύς, αφού εθυμίασεν, ήρχισε ν' αναγινώσκη το πένθιμον Τρισάγιον, οι δε λοιποί εγονυπέτησαν εν κατανύξει μεγάλη, ψιθυρίζοντες ευχάς αναμεμιγμένας με θρήνους, όταν μάλιστα ήκουσαν του ιερέως μνημονεύοντος: «υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της δούλης του Θεού Ζωίτσας». Τότε έκθαμβος ανεγνώρισα τα συμπαθητικά πρόσωπα της παρούσης διηγήσεως.