Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ο ιερεύς, αφού εθυμίασεν, ήρχισε ν' αναγινώσκη το πένθιμον Τρισάγιον, οι δε λοιποί εγονυπέτησαν εν κατανύξει μεγάλη, ψιθυρίζοντες ευχάς αναμεμιγμένας με θρήνους, όταν μάλιστα ήκουσαν του ιερέως μνημονεύοντος: «υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της δούλης του Θεού Ζωίτσας». Τότε έκθαμβος ανεγνώρισα τα συμπαθητικά πρόσωπα της παρούσης διηγήσεως.
Διέκοψε τώρα επί μικρόν εις αναψυχήν και πάλιν λέγει: — Ξεύρεις, παπά μου, πόσους ναύλους εγώ έχασα ς' την Φραγκιά για να προτιμήσω την Πόλιν; Τώρα η νεολαία ξεύρει μόνον της φάμπρικαις της Πόλεως. Και πού να σου πω ακόμα πως ολίγον έλειψε να ιδώ και τον Άγιον Βασιλέα! — Τον Άγιον Βασιλέα! εκραύγασεν έκθαμβος ο ιερεύς. Μέγας ει Κύριε! Άλλη φορά δεν μου τα είπες αυτά.
Ο Βινίκιος δεν προσηλούτο πλέον εις την διδασκαλίαν του γέροντος, ήτις δεν περιείχε καινόν τι· αλλά διηπόρει εν εαυτώ έκθαμβος: «Ποίος Θεός είναι λοιπόν αυτός; Ποίον το δόγμα και ποίος ο λαός ούτος; Το κοιμητήριον εκείνο του εφάνη άσυλον τρελλών και το σύνολον μυστηριώδους τόπου. Είχεν έναυλον εις τα ώτα παν ό,τι ο γέρων είχεν ειπεί περί της ζωής, της αληθείας και της αγάπης του Θεού.
Να το ξεύραμε να πάμε προχθές εις την φράγκικην! — Όχι, καϋμένε, να πηγαίναμεν εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία. — Πώς; είπον έκθαμβος. — Ναι. Εις τον άγιον Δανιήλ.
Αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου σειομένην υπό της φαιδράς πλημμύρας αρχαίων αναμνήσεων, και ότε ήνοιξε την θύραν η Ανδριάνα, η ορφανή της τροφού μου θυγάτηρ, η εύθυμος συμπαίκτρια των παιδικών μου χρόνων, η αφωσιωμένη της μητρός μου υπηρέτρια, ότε ήνοιξε την θύραν και ιδούσα ημάς απροσδοκήτως ενώπιον της, έκθαμβος και περιχαρής ήνοιγε τα χείλη να φωνάξη της ελεύσεώς μας την αγγελίαν, εγώ εχύθην και, πριν έτι προφθάση να κράξη, έκλεισα με την μιαν χείρα το στόμα της, με την άλλην δε έσυρα την λευκήν ουράν του χιακού κεφαλοδέσμου της, και ελύθησαν αι πλεξίδες της, και έμεινεν εις την χείρα μου η λευκή οθόνη.
Ο Βεζύρης του Βασιλέως που ευρίσκετο παρών τον εσήκωσε, και του είπε· μη φοβάσαι, καλέ άνθρωπε, πλησίασε εις τον Βασιλέα, και φίλησέ του την ποδιά. Ο Κουλούφ τρεμάμενος και έκθαμβος, επλησίασεν εις τους πόδας του Βασιλέως, και του εφίλησε την ποδιά.
Τοιαύτη η ηθική του ήρωος κατάστασις, καθ' ην στιγμήν συναντάται μετά των Μαγισσών, αίτινες προσαγορεύουσι τον νικητήν της αποστασίας ως μέλλοντα της Σκωτίας βασιλέα. Ο Μάκβεθ έκθαμβος, καταλαμβάνεται υπό ρίγους, ο δε χρηστός Βάγκος εκπλήττεται: ω φίλε, τι 'ξιππάζεσαι, ωσάν να σε φοβίζουν ακούσματα ευχάριστα; Ουδ' έχει άδικον εκπληττόμενος ο Βάγκος.
Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του.
Κύριε, εάν αυτός ο άνθρωπος δεν ήτο βάτραχος, θα ήτο μεγάλο κρίμα δύναμαι να το βεβαιώσω. Α, κύριε, σας βεβαιώ ότι θα εμένετε έκθαμβος ενώπιον της μεγαλοφυίας του ανθρώπου αυτού! — Δεν έχω λόγους ν' αμφιβάλλω.
Όταν ανήλθον επί του καταστρώματος, έτριβον κ' επανέτριβον τους οφθαλμούς μου, έκθαμβος προ του πανοράματος εκείνου του ζωντανού, το οποίον ξετυλίσσετο ευφρόσυνον ενώπιόν μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν