United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ξένος όμως, τον οποίον ανεγνώρισα, ίστατο ακόμη όρθιος επάνω εις την σκάλαν. Εφαίνετο κατειλημμένος από απερίγραπτον ταραχήν, και τα αστραφτερά μάτια του αναζητούσαν εις τα πέριξ μίαν γόνδολαν. Το απλούστερον ήτο να του προσφέρω την γόνδολάν μου. Η δε προσφορά μου αύτη εγένετο δεκτή.

Όταν ήμουν μικρή, ενθυμούμαι οπού μ' έφερεν εις την αγκάλην του ένας άνθρωπος . .. — Και τι άνθρωπος ήτον αυτός; ηρώτησεν η μοναχή. — Αυτόν μοι φαίνεται ότι τον ανεγνώρισα αυτάς τας ημέρας, αλλά δεν ειξεύρω. Αργότερα σας λέγω τούτο. — Εξακολούθει, κόρη μου. — Πόσον καιρόν μ' έφερεν εις την αγκάλην του, δεν ειξεύρω, αλλά με ηγάπα και μ' επροστάτευεν. — Έπειτα;

Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ' οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι. Ενθυμούμαι μόνον, ότι εις μίαν του δρόμου στροφήν είδα του Χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του Χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμειναν συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.

Εκεί προήλθεν εκ του πλήθους ο οδηγών αυτούς αξιωματικός, και χαιρετήσας ευγενώςΤι σύμπτωσις, μοι είπε, κύριε! Τι παράξενος σύμπτωσις σας φέρει εις τον οίκον του φονέως; Τότε τον ανεγνώρισα μόλις. Τον είχον σχετισθή κατά τους πηγαινοερχομούς μου εις το υπουργείον της αστυνομίας. Εγνώριζε την υπόθεσίν μας. Και είχεν αμειφθή διά πάσαν προς ευόδωσιν αυτής προσπάθειάν του.

Κ' είδες τον θρίαμβον του Παύλου μας! Δεν είναι αλήθεια πώς είναι ωραίος και γερός. Κ ώ σ τ α ς. Ω Μαρία! ό,τι κι' αν πω, τίποτα δε μπορεί να συγκριθή με όσα υπέφερα της δέκα αυτές ημέρες. Τον Παύλο, το παιδί μας, το ανεγνώρισα ευθύς από την πρώτη τη στιγμή που επαρουσιάσθηκε στο στίβο, μόλο το ψεύτικο όνομα, που πήρατε, είκοσι χρόνια τώρα.

Καταραμένος νάναι από το Θεό. Καταραμένη η ώρα που γεννήθηκε, καταραμένο το καράβι που μας τον έφερ' εδώ αντί να τον πνίξη 'κει κάτω στα βαθειά κύματα. — Ήσυχάστε, κυρία, είπεν η Βραγγίνα. Πάρα πολλές κατάρες κι' αφορεσμούς λέτε σήμερα. Πού μάθατε αυτό το επάγγελμα; Ποιος ξέρει αν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι αποσταλμένος από τον Τριστάνο; — Δεν πιστεύω, δεν τον ανεγνώρισα.

Τον ανεγνώρισα αμέσως. Το ήθος του δεν είχε διόλου μεταβληθή, το βλέμμα του ήτο το παλαιόν εκείνο εμπαικτικόν συγχρόνως και λογιστικόν βλέμμα του συμμαθητού μου, και οι τρόποι του ενέπνεον πάντοτε δυσπιστίαν και απέτρεπον πάσαν φιλικήν διάχυσιν. Τον ηρώτησα, τι έγεινε τόσον καιρόν, και η μόνη του απάντησις ήτο: Μην ερωτάς!

Μεταξύ των πρώτων ανεγνώρισα τον Μουλά Μουσταφάν, η δε θέα του μου έδωκε θάρρος, διότι ο άνθρωπος δεν μου εφάνη κακός κατά την τελευταίαν συνοδοιπορίαν μας. Ήρχισαν εκ νέου να μ' εξετάζωσι τις είμαι και πόθεν και τι θέλω; Επανελάμβανα δε τας αποκρίσεις της πρωίας. Προς επικύρωσιν των λόγων μου ηθέλησα να επικαλεσθώ του Μουλά την μαρτυρίαν. ― Αγά μου, δεν με είδες. . .

Εβάδιζα προς την έξοδον του χωρίου με την αξίνην επί του ώμου, ότε εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής είδα ιστάμενον άνθρωπον ενδεδυμένον κατά το ήμισυ ευρωπαϊστί και καπνίζοντα. Τον ανεγνώρισα μακρόθεν ! Ήτο ο Ζενάκης, ο γέρων του πατρός μου φίλος. Αι τρίχες του ήσαν λευκότεραι ή προ δυο ετών, το δε πρόσωπόν του ειπέρποτε κατηφές.

Τα ενθυμούμαι ταύτα πάντα ως να συνέβησαν χθες. Ο πατήρ μου είχε προχωρήσει εις συνάντησιν των προς ημάς ερχομένων. Μετ' ολίγον επέστρεψεν ακολουθούμενος υπό γέροντος, τον οποίον δεν ανεγνώρισα. Αλλ' η μήτηρ μου τον ανεγνώρισε και εγερθείσα έδραμε προς αυτόν. Ο γέρων ήνοιξε τας αγκάλας του και έσφιξεν επί του στήθους την μητέρα μου. Ήτο του πατρός της ο αδελφός.