United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' ακούει με ξαφνισμένα, αστραφτερά μάτια κ' έπειτα από πολύν καιρότόσο πολύ που δεν μπορώ πια να θυμηθώ τι είπαμου διηγιέται πως ο Σβεν κάθησε στο κρεββάτι της, ντυμένος το καινούριο άσπρο του φόρεμα με τη γαλάζια κορδέλα, και της είπε: — Μαμά, δεν πρέπει να κλαις τόσο πολύ για μένα. Με πονεί το κεφάλι όταν κλαις. Ακούω αυτά τα λόγια και τα παίρνω σαν έναν καλό οιωνό.

Κι' ενόσω αφτοί τούς άρπαζαν τ' αστραφτερά άρματά τους, 195 τότε όσοι νιοι τον Έχτορα στην έφοδο ακλουθούσαν, που πιο πολλοί είταν κι' άτρομοι και το τειχί να σπάσουν πρώτοι ήθελαν και με φωτιά να κάψουν τα καράβια, αφτοί έστεκαν σα δίγνωμοι μπρος στο χαντάκι ακόμα.

Ο άνεμος ανασήκωνε τις άκρες αυτού του είδους του ισπανικού πανωφοριού και άφηνε να φανεί το κεντημένο δισάκι και τα χοντρά πόδια του καβαλάρη πάνω στα αστραφτερά σαν από ασήμι σπιρούνια. Η κουκούλα σκίαζε ένα πρόσωπο καλοσυνάτο και σαρκαστικό, που στράφηκε προς τους ζητιάνους μ’ ένα ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο ενώ με το χέρι τούς πετούσε λίγα κέρματα.

Ρίχτηκε με τάλογό του μέσα στο σίφουνα κι άδραξε την αθανασία. — Δε διάβασα τέτοιο θάνατο πουθενά. — Δε διάβασες γιατί δεν έγινε. Ζη ο Βασιλιάς μας, ζη και μας προσμένει! φώναξε η κόρη με αστραφτερά μάτια σαν προφήτισσα. — Το πιστεύεις; — Το πιστεύω! βέβαια και το πιστεύω αφού στο λέω.

Σαν ο γονός του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους.

Και τέλος πια σαν έφτιασε μεγάλη ασπίδα στέρια, τσαπράζα φτιάνει αστραφτερά λαμπρότερα από φλόγα· 610 του φτιάνει κράνος σκαλιστό γερό και τεριασμένο στα διο μηλίγγια, με χρυσή πούχε από πάνω φούντα. Κι' από καλάι του τάκανε καθάριο τα τουσλούκια.

Από την αντικρυνή όχθη, οι ιππότες του Βασιληά Αρθούρου τους εχαιρέτισαν με τ' αστραφτερά τους λάβαρα. Μπροστά τους, ένας κακομοιριασμένος προσκυνητής, καθισμένος στην όχθη, τυλιγμένος στον μαντύα του, άπλωνε το ξύλινο δισκάκι του και με μια στριγγή και θρηνητική φωνή ζητούσε ελεημοσύνη. Η βάρκες των Κορνουαλλών επλησίαζαν.

Τότες με θρήνους μ' οδυρμούς το λατρεφτό του τέρι 590 τούπεσε πια στα πόδια του, κι' όλες μια μια τις πίκρες τ' αράδιασε των δύστυχων που τους παρθεί το κάστρο· σφάζουνται οι άντρες, η φωτιά τα σπίτια τούς ρημάζει, οχτροί τούς παίρνουν τα παιδιά, οχτροί και τις γυναίκες. Κι' εκείνου τούβραζε η καρδιά π' αγρίκαε τέτια πάθια, 595 κι' ορμά να πάει, και φόρεσε τ' αστραφτερά άρματά του.

Είπαν, κι' εκείνος ζώστηκε τ' αστραφτερά άρματά του.

Σαν ο γόνος του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους.