United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και βιαστικός τους έβγαλε τα τεχνικά άρματά τους 110 γνωρίζοντάς τους, τι και πριν μες στο καραβοστάσι τους είδε, τότε απ' το βουνό π' ο Αχιλιάς τους πήγε.

Κι' όσοι από σας έχουν άρματα, και άλογα ας τους κόψουν την χαίτη με το σίδερο. Κι' ούτε αυλός ή λύρα σ' όλην την πόλι ν' ακουσθή, αν πρώτα δεν περάσουν δώδεκα τ' ολιγώτερο πανσέληνοι, σκεφθήτε πως προσφιλέστερο νεκρόν ποτέ μου δεν θα θάψω και πως αξίζει κάθε μια τιμή που αυτή εχάθη για να μου σώση την ζωή.

Σαν αρματώθηκαν λοιπόν, στο μέρος του ο καθένας, 340 μέσα στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων, ρήχνοντας φοβερές ματιές, που πήγαν να παγώσουν οι Δαναοί οι χαλκόπλιστοι κι' οι αλογάδες Τρώες. Και τ' άρματα ανεμίζοντας, να φαγωθούν λυσσώντας, σταθήκανε, κοντά κοντά, στο μετρημένον τόπο. 345

Κ' έτσι καμμιά βολά έρχονταν και 'ςτά χέρια και κάπου κάπου και 'ςτ' άρματα, κ' έπαιζε ξύλο κι άνοιγαν λαβωματιές. Κακοπάθαιναν και τα μαύρα τα πρόβατα. Αυτά ξανάλεγαν οι αγωγιάτες. Κ' έπαιρναν όλο το δίκιο με το μεράδι τους αυτοί, γιατ' ήταν από τη φάρα των τσελιγκάδων. Ύστερα είπαν για τους νέους μουχτάριδες πού θα νάβγαζαν τη χρονιά εκείνη.

Ήρθαν και μαύρα χρόνια· Κ' έπρεπε τώρα ο κυνηγόςτα ξένα να γυρέψη Ψωμί για τη γυναίκα του, ψωμί για το παιδί του. Κρεμάει στον τοίχο τ' άρματα και φεύγει, πάειτα ξένα. Μια Κυριακή και μια γιορτή στολίζετ' η Νεράιδα Να πάη κι' αυτήτην εκκλησιά, να βγη καιτο σεργιάνι Κ' εκεί που βγάζει τα χρυσά 'πώνα σεντούκι απ' άλλο Ξανοίγει το μαντήλι της και κάμει πώς το δένει.

Οι γέροι δεν εμίλησαν τότες. Είχαν καρφώσει γερά τα μάτια τους απάνω 'ςτην εικόνα κι ο λογισμός τους ποιος ξέρει σε τι καιρούς και σε τι τόπους αρμένιζε. Τήρα, ωρέ καψαρέ, βασιλιά πούχαμαν μια βολά οι δύστυχοι. — Για βιστό κουρμ για βιστό τριμρί! — Τήρα άρματα κι άλογο και φορεσιά; — Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο, άιντε μωρ' ινγκιούαρ μπρετ ισκηπετάρβε!

Το φαρμάκι εσύ μου χύνεις Για τ εκείνης την καρδιά. Τώρα αυτόστο θέλημά σου, Επειδής και τ' άρματά σου, Όπως θέλεις κυβερνάς· Τέλιοσέ μου το χατήρι, Μάκρυνέ μου το ποτήρι, Το πικρό που με κερνάς. Στης καρδιαίς οπού ξετρέχεις, Διο λογιών σαΐταις έχεις, Διο πληγαίς να προξενάς· Με τη μια, δεσμό συμπάθιας, Με την άλλην αντιπάθιας Την ψυχρότητα κινάς.

Κύμα γύρ’ απ’ την πόλη κυματολόφων αντρών κοχλάζει με το φύσημα τ’ Άρεως σηκωμένο, πατέρα Δία παντέλειε, μα βόηθα με κι απ’ των εχθρών διαγούμισμα διαφέντευέ με. Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου, Αργίτες τ’ άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνε κι απ’ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά θρηνολογούνε!

Δίπλα η φωτιά πολύγλωσση ψηλώνει και στοιχειώνει ροκανίζοντας την τροφή της και σκορπά χρώματα ίριδος στα μαλαμοκαπνισμένα τ' άρματα, στα διαμαντοκόλλητα αλυσίδια, στα μεταξωτά βρακιά, τ' άσπρα ποδήματα, τα ρουμπινοστόλιστα δαχτυλίδια του.

Αφτούς, ο γιος του Μηκιστιά τους νέκρωσε τα κάλλη και την ψυχή, και τ' άρματά τους έβγαλε απ' τους ώμους. Κατόπι τον Αστύαλο ο Πολυποίτης σφάζει. Μια του Δυσσέα κονταριά ξαπλώνει τον Πιδύτη· 30 το θεογέννητο Αρετά κι' ο Τέφκρος θανατώνει, και κάρφωσε ο Αντίλοχος με το λαμπρό κοντάρι τον Αβληρό.