United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι μόνον έγινε καλά μα και πλέον όμορφη και γλυκειά και δροσερή από πρωτήτερα. Οι δύστυχοι γονέοι εκατάντησαν τρελοί από τη χαρά τους· δεν ήξευραν με τι τρόπο ν' αντιπληρώσουν τον γέροντα. Μα εκείνος δεν εφρόντιζε για τέτοια. Έτσι ήρθε· ήθελεν έτσι και να φύγη.

Ποιός σου 'φερε στην αγκαλιά, γυναίκα, το παιδί σου; Εις του Λοξία το ναό ποιά χέρια το έχουν φέρη; ΙΩΝ Ήταν αυτό απ' το θεό• Μα από 'δω και πέρα ας ευτυχούμε, δύστυχοι σαν είμαστε ως τώρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου! δίχως δάκρυα δεν σ' έχω γεννημένο• δεν βγήκες απ' τα χέρια μου χωρίς βαρειά να κλάψω• τώρα που παίρνω αναπνοή κοντά στο πρόσωπό σου, την ηδονή επέτυχα, την πειο ευτυχισμένη.

Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνητους μνηστήραις 345 γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των· και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους. τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενοςεκείνους· 350 «Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει· άναψε ο θρήνος, δάκρυατα μάγουλά σας ρέουν, και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα. πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355 κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθητον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».

Μια ψυχή θεία και λεύτερη, που με τον πρώτο της αθάνατο στίχο γκρέμισε όλο τον πύργο που πολεμούσαν οι δύστυχοι εκείνοι μανιακοί να μας χτίσουν από μουχλιασμένες περγαμηνές. Μια ψυχή, που έννοιωσε μονομιάς όλη την καρδιά της ταλαίπωρης Ρωμιοσύνης, και την τραγούδησε με τρόπο που έμεινε η Ρωμιοσύνη μαγεμένη κ' εκστατική.

Τέλος καταντούσε να ζητούν οι δύστυχοι οι φιλόμουσοι βοήθεια από τους καραβοκυρέους, να τους γλυτώσουν από τους άγριους, αυτούς σοφούς· επειδή δεν είταν οι μεσίτες μονάχα, μα κ' οι ίδιοι οι δάσκαλοι κατέβαιναν και τους καμάκευαν. Ανάστατη γίνουνταν η χώρα σαν έφταναν τέλος οι ξένοι. Βρίσκανε τους δασκάλους μοιρασμέους σε κόμματα, τους μαθητάδες το ίδιο.

Τοιούτοι και οι έναυλοι εν πάση μνήμη τέσσαρες πρώτοι στίχοι της « Φροσύνης »: Επέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε, Εσβύσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθειά στην αγκαλιά της Γιατ' είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μη το χάση.

Αυτά 'πε, και παράγγειλε τον θείον χοιροιρόφον 80 τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων· τα 'λαβε κείνος κλαίοντας και απόθεσέ τα χάμαι· και άμ' είδε του κυρίου του το τόξο, και ο βουκόλος θρηνούσε αλλού· τους ύβρισεν ο Αντίνοος τότε κ' είπε· «Άγνωστοι αγρόταις, 'πώχετε τον νουν εις την ημέρα, 85 δύστυχοι, τι δακρύζετε, και της καρδιάς τα βάθη ταράζετε της γυναικός; και άφ' εαυτής εκείνη την λύπη τρέφει, οπ' έχασε τον ποθητόν της άνδρα, αλλ' ήσυχα καθήμενοι τρώγετε ή δώθ' εβγήτε να κλαίετε, και αφήσετε το τόξο τούτο, αγώνα 90 εις τους μνηστήραις φοβερόν· ότι με δυσκολία τούτο, θαρρώ, τανύζεται το στιλβωμένο τόξο· διότι απ' όσους βλέπω εδώ κανείς τον Οδυσσέα· δεν ομοιάζειτην ανδρειά, τα μάτια μ' ως τον είδαν, και το ενθυμούμαι καθαρά, νήπιος ακόμ' αν κ' ήμουν». 95

Τέτοια είταν η μεγάλη συφορά που πλάκωσε τους αγαθούς κι άβλαβους εκείνους διαλεγμένους του Χριστού, αυτούς που ζούσανε και δουλεύανε για την ειρηνικιά του θρησκεία. Σε τέτοια φριχτά, μαρτύρια ματοκυλιούνταν οι δύστυχοι, όσο που τέλος άρχισε να γλυκοχαράζη στον κόσμο εποχή διπλής σωτηρίας, θρησκευτικής κ' εθνικής, του Μεγάλου του Κωσταντίνου η κρίσιμη εποχή.

Κ' ύστερ' απ' όλ' αυτά, μπορείς, θαρρώ, να τους προσθέσης πως κι αυτά να κάμουν, και χίλια τέτοια, πάλι δε θ' αρμενίζουνε πλάγι πλάγι με την Αττική τη «φωνή», πως με τέτοια καύκαλα μήτε μπρος μήτε πίσω δεν πάμε. Πως εκείνοι που πολεμούσανε για τα μας, και γλύτωναν τον τόπο από τη μια τη σκλαβιά, δεν τη λογάριαζαν οι δύστυχοι αυτή την άλλη τη σκλαβιά του δασκαλισμού.

Και σαν τον είδε ο άφοβος του γέρου γιος Μενοίτη, τον πόνεσε και λόγια διο του μίλησε θρηνώντας 815 «Α δύστυχοι, των Αχαιών οπλαρχηγοί κι' αρχόντοι, έτσι λοιπόν σας μέλλουνταν, αλάργα από πατρίδα και φίλους, μ' άσπρο πάχος σας εδώ όρνια να χορτάστε.