United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιγά-σιγά ηύρε τα λόγια του τραγουδιού σύμφωνα με τον ήχο που ακουόταν ακόμα να κατεβαίνει από το επίστεγο: Σαρανταπέντ' ο μάγειρας σαρανταπέντ' ο μάγειρας σαρανταπέντ' ο μάγειρας είναι σαρανταπέντε. Κι' έχει χιλιάδες είκοσι και είκοσι χιλιάδες. Το τραγούδησε όχι πολύ δυνατά, και με κάπως μπερδεμένα λόγια για να μη καταλαβαίνονται.

Και ως τόσον ο Βασιλεύς από ολίγον ολίγον ανάπτοντας από το κρασί, αλησμόνησε που έκανε τον σκλάβον, και άρχισε να λέγη της Δηλαράς. Κυρά μου, κάμε μου την χάριν, τραγούδησέ μου κανένα τραγούδι εύμορφον από εκείνα που ηξεύρεις. Η Δηλαρά διά να τον ευχαριστήση ωσάν που απερνούσε διά μπουφόνος, επήρεν ένα τζιβούρι και το ελάλησε, συντροφιασμένον με την φωνήν της, που εφαίνονταν να ήτον αγγελική.

Κ' έτσι διαφεντεύοντας και λογομαχώντας, καταντούσανε σωστοί πατριώτες στα γερατειά τους. Πήγε μια φορά ο Προεστός μας στον πύργο ενός Χασάν Αγά, πήρε μαζί και ταγόρι του. Πρώτη φορά δεν είταν που τον έβλεπε ο Αγάς τον Ηλία, μα φαίνεται πως ποτές δεν τονε καλομάτιασε καθώς αυτή τη φορά, γιατί κι αρνί τους έσφαξε, και να τραγουδήση τον έβαλε τον Ηλία. Και τους τραγούδησε ο Ηλίας.

Έλεγες και γυρίζαμε από γιουρούσι σαν ανεβαίναμε.....Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!.... Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!.... Πήγε να βασιλέψη η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλλες, αγόρια, κι αντρόγυνα.

Άρχοντες, ήταν το αίμα του που εσυγκινείτο και μιλούσε μέσα του, και η αγάπη που είχε άλλοτε για την αδερφή του την Μπλανσεφλέρ. Το βράδυ, αφού σήκωσαν τα τραπέζια, ένας Ουαλλός θαυματοποιός, μάστορης στην τέχνη του, προχώρησε ανάμεσα στους συναθροισμένους βαρώνους, και τραγούδησε ποιήματα με την άρπα. Ο Τριστάνος ήτανε καθισμένος στα πόδια του Βασιληά.

Μια ψυχή θεία και λεύτερη, που με τον πρώτο της αθάνατο στίχο γκρέμισε όλο τον πύργο που πολεμούσαν οι δύστυχοι εκείνοι μανιακοί να μας χτίσουν από μουχλιασμένες περγαμηνές. Μια ψυχή, που έννοιωσε μονομιάς όλη την καρδιά της ταλαίπωρης Ρωμιοσύνης, και την τραγούδησε με τρόπο που έμεινε η Ρωμιοσύνη μαγεμένη κ' εκστατική.

Να της το μιλήση, Θεός φυλάξοι! Να της το γράψη, το πρόλαβε κι αυτό ο Προφήτης, που δεν αφίνει Τουρκοπούλα μήτε χαρτί μήτε καλέμι να πιάση. Άλλο από τραγούδι δεν έμενε. Τραγούδησε λοιπόν Τούρκικα ο Ηλίας, με σιγανή και καθάρια φωνή.

Μετά από τις πρώτες μπουκιές, η Αμινά έχυσε κρασί σε χρυσό κύπελλο. Πρώτα ήπιε αυτή, σύμφωνα με το Αραβικό έθιμο, και έπειτα το γέμισε για τις αδελφές της. Όταν ήρθε η σειρά του βαστάζου, φίλησε το χέρι της Αμινάς και μετά τραγούδησε ένα τραγούδι που αυτοσχεδίασε για να επαινέσει το κρασί.

Σ' αυτά τα λόγια η Αμινά πήρε ένα φλάουτο από μια θήκη με κίτρινο σατέν και την έδωσε στην Σεραφεία, που τραγούδησε αρκετά τραγούδια με την συνοδεία του. Όταν κουράστηκε είπε στην Αμινά. «Αδελφή μου, δεν μπορώ πια· σε παρακαλώ έλα και πάρε την θέση μου

Ο Ουαλλός τραγούδησε, έπειτα απάντησε: «Παιδί, πού ξέρεις λοιπόν, εσύ, από την τέχνη των οργάνων; Αν οι έμποροι του Λοοννουά μαθαίνουν επίσης στα παιδιά τους να παίζουν την άρπα, και την σαμβύκη, σήκω, πάρε την άρπα και δείξε την τέχνη σου. Ο Τριστάνος πήρε την άρπα και τραγούδησε τόσο ωραία που οι βαρώνοι συνεκινούντο ακούγοντάς τον.