United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχεν αποφασισθή από το Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρας, πως το θέαμα μερικών ανθρώπων ψημένων με σιγανή φωτιά σε μεγάλη επίσημη τελετή, είναι ένα αλάνθαστο μυστικό για να εμποδίσουν τη γης να τρέμη. Πιάσαν λοιπόν έναν Βισκαϊανό, γιατί είχε παντρεφτή τη νουνά του και δυο Πορτογάλους, οι οποίοι τρώγοντας ένα κοτόπουλο, πέταξαν το λαρδί του.

Καμώνουνταν και τότες ή όχι; Κάπου κάπου συλλογισμένη την έβρισκες και κάθουνταν. Όλα τάχω παρατηρημένα. Τι συλλογιούνταν; Από το πρόσωπό της έφεγγε μια χαρά, μια χαρά σιγανή, μια ήμερη, ξέγνοιαστη χαρά· εμένα βέβαια δε συλλογιούνταν. Πώς μπορούσε να με συλλογιέται και να κάθεται ατάραχη, με τόση καλοσύνη στα μάτια; Απάθεια, απάθεια κι απονιά, εκεί που βασανίζουμουν και πονούσα.

Το ένα πρώτο για να βρω νερό κ' έπειτα με την ελπίδα ν' απαντήσω κανένα γνώριμο... να τον αρωτήσω αν είδε τον άνδρα μου πουθενά. Χωρίς άλλο, είχα σκοπό να γυρίσω πίσω στο σπιτάκι μου. Επήγα παραπέρ' απ' τη βρύσι, που δεν είχε νερό. Εκεί ακούω σαν μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία. Έφτασα απ' έξω απ' τους Αγίους Αποστόλους.

Η Ιζόλδη πήρε ένα από τα δυο τόξα το εφάρμοσε, κύτταξε αν η χορδή ήτανε καλή, και με σιγανή και γρήγορη φωνή: « — Βλέπω κάτι που δε μ' αρέσει, είπε. Σημάδεψε καλά ΤριστάνεΠήρε την κατάλληλη στάσι, σήκωσε το κεφάλι και είδε ψηλά στην κουρτίνα τη σκιά του κεφαλιού του Γκοντοΐν. «Ο Θεός να οδήγηση καλά αυτό το τόξο». Είπε, γυρίζει κατά το τείχος, ρίχνει.

Δύο γίδες του Στάθη του Μπόζα είχον λείψει την πρωίαν εκείνην από τον μικρόν αιπόλον. Είχαν εκπέσει αποπλανηθείσαι, και είχαν βραχωθή κάτω εις την στενήν πετρώδη κόγχην την σχηματιζομένην κατέμπροσθεν και υποκάτω από το ιερόν βήμα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης. Η κόγχη εκείνη ήτο και δεν ήτο εσοχή, ήτο και δεν ήτο σπήλαιον. Σπήλαιον αστεγές και εσοχή σιγανή.

Ο ήλιος βασιλεύει το σκότος αρχηνάει και το λαμπρό της θώρι η μέρα αποσκολνάει· Τα μαύρα φορεμένη, στην όψι μελανή σιωπηλή διαβαίνει η νύχτα σιγανή Και το χλορό φεγγάρι με φως σκοταδερό, στο αργυρό του αμάξι κινιέται οκνηρό. Αναμεράν τα ζώα, κουρνιάζουν τα πουλιά, πας άνθωπος τραβιέται και παύει από δουλιά. Νυστάζει αποσταμένη η φύση η ζωντανή, τα μέλη της συνάζει σ' ανάπαψι κοινή.

Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα·Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. — Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα.

Ο Βέρθερος επήγαινε στο δωμάτιο δω κ' εκεί και, όταν έμεινε μόνος, πάλι επήγε στην πόρτα της κάμαρας και φώναξε με σιγανή φωνή: «Καρολίνα! Καρολίνα! μόνο μια λέξη ακόμη! ένα αποχαιρετισμόΑυτή σιωπούσε. Εκείνος περίμενε και παρεκάλει και ξαναπερίμενε· τέλος αποσπάσθηκε από τη θέση του και εφώναξε: «Χαίρε! Καρολίνα! χαίρε για πάντα! » Έφθασε στην πόλη της πόλεως.

— Ο φίλος μου, είπε σιγανή τη φωνή ο Σκούντας, ο φίλος μας ο Τρανταχτής έχει συμφέρον εις μίαν υπόθεσιν. — Τι υπόθεσιν; ηρώτησεν η Βεάτη αισθανομένη άφατον ευδαιμονίαν, διότι εύρε νέαν φορβήν διά την ακόρεστον αυτής περιέργειαν. — Δεν ήλθεν εδώ κάποιος; είπεν ο Σκούντας. — Ποιος κάποιος; — Μία νέα... μία Γυφτοπούλα... — Α! έκαμεν η Βεάτη, μεθ' ηδονικής εκπλήξεως.

Κρατούσε ένα σκοινί στα χέρι και στο σκοινί είτανε δεμένο ένα ξύλο, που έμοιαζε με βάρκα. Ο Σβεν την έσερνε στο ακρογιάλι, τη φόρτωνε πετραδάκια και την τραβούσε πάλι. — Ακούς; είπε η Έλσα. Και για νακούσουμε καλήτερα, πλησιάσαμε σιγά σιγά χωρίς να μας δη ο μικρός. Είτανε καθισμένος ακούνητος, άφησε τη βαρκούλα να σέρνεται απάνω κάτω στα κύματα και με σιγανή φωνή τραγουδούσε μόνος του.