United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εν απείρω οδύνη εθρήνει η Μπαμπέττα: «Ω! ας επέθαινα καν κατά την ημέραν του γάμου μου, την ευτυχεστέραν μου ημέραν! Θεέ μου τούτο θα ήτο έλεος, μεγάλη ευτυχία! Αυτό θα ήτο το άριστον, που ημπορούσε να συμβή δι' εμέ και διά τον Ρούντυ! Κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον τουΚαι εν οδύνη ανοσία εκρημνίσθη εις το βαθύ του βράχου βάραθρον. — Μία χορδή έσπασε, πένθιμος τόνος αντήχησε!

Μέσα σε διόρθωσες κ' εργασία κάθε λογής, μέσα στις συχνές αδιαθεσίες της γυναικός μου και σε μια νευρικότητα, που έκαμε όλο το είναι μου να φαίνεται σα μια χορδή τεντωμένη, σηκωνόμουνα πρωί κ' έκλεβα τον καιρό κ' έγραφα. Τη νύχτα καθόμουνα ως τις δυο.

Η Νοέμι άνοιξε την ντουλάπα για να ξαναβάλει εκεί το εργόχειρό της και οι μεντεσέδες έτριξαν μες στη σιωπή σαν χορδή βιολιού, ενώ ο ήλιος, τώρα πια χωρίς ακτίνες, έριχνε μια ροζ αναλαμπή στα ασπρόρουχα που ήταν τοποθετημένα επάνω σε ράφια ντυμένα με χαρτί τιρκουάζ.

Ξανά άλλη ο Τέφκρος τίναξε οχ τη χορδή σαΐτα ίσια μπροστά στον Έχτορα, ζητώντας ναν τον σφάξει. 310 Μα αστόχησε κι' αφτό, γιατί τη στραβοπήγε ο Φοίβος, μόνε τον Αρχεπόλεμο χτυπάει, τον αντριωμένο του Έχτορα αλογοδηγό, ενώ στη μάχη ορμούσε. κι' ομπρόστηθα, εκεί στου βυζιού τα μέρη, τον καρφώνει· κι' όξω απ' τ' αμάξι κύλησεπήραν και δρόμο πίσω τα γλήγορα άτιακι' έμεινε νεκρός αφτού στον τόπο. 315

Αλλοίμονον εις εμέ! Ήτο τούτο της αμαρτίας το σπέρμα μέσα 'στην καρδιά μου; Το όνειρόν μου ήτο η Ζωή του Μέλλοντος, του οποίου η χορδή έπρεπε να σπάση χάριν της σωτηρίας μου; Α! η ταλαίπωρος εγώ! Θρηνούσα εκάθητο εκεί μέσα εις το ζοφερόν της νυκτός σκοτάδι.

Περνά λίγη ώρα, και κάτι μυστηριώδες και αόρατον εμβάλλει εις κίνησιν τας μαγικάς, θα έλεγες, πτέρυγας και τους διαφόρους τροχούς· η αργυρά χορδή δεν είχε σπάσει, το χρυσούν αγγείον δεν συνετρίβη ανεπανόρθωτα. Αλλά, επί του παρόντος, πού ήτο η ψυχή;

Η Ιζόλδη πήρε ένα από τα δυο τόξα το εφάρμοσε, κύτταξε αν η χορδή ήτανε καλή, και με σιγανή και γρήγορη φωνή: « — Βλέπω κάτι που δε μ' αρέσει, είπε. Σημάδεψε καλά ΤριστάνεΠήρε την κατάλληλη στάσι, σήκωσε το κεφάλι και είδε ψηλά στην κουρτίνα τη σκιά του κεφαλιού του Γκοντοΐν. «Ο Θεός να οδήγηση καλά αυτό το τόξο». Είπε, γυρίζει κατά το τείχος, ρίχνει.

Και σ ε ι ς βέβαια δεν τον ε δ ι α λ έ ξ α τ ε το Γύφτο, αλλά τονέ ν ο ι ώ σ α τ ε κατάβαθα, και μόνος απ' όλα τα άλλα έθνη σάς συντάραξε και σας μίλησε στην ψυχή. Κι από μέσα από τους Γύφτους εφτειάσατε, εντείνοντας, δυναμώνοντας κάθε Γύφτικια χορδή, εφτειάσατε ένα Γύφτο ξεχωριστό, μεγαλήτερο, ωραιότερο, δυνατώτεροκαι στο στόμα του βάλατε την ελληνική, τη νεοελληνική, τη βαθύτατη ψυχή σας.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, τέτοιον αγώνα σπίτι σου να θέσης μην αργήσης· ότι πρώτα ο πολύγνωμος θα φθάση Οδυσσέας, 585 πριν ή εκείνοι, ψάχνοντας το στιλβωμένο τόξο, και την χορδή τανύζοντας, τα σίδερα περάσουν».

Έτσι είπε, κι' άλλη απ' τη χορδή του τίναξε σαΐτα 300 κατάγναντά του, κι' η καρδιά του ζήταε ναν τον σφάξει· μα δεν τον βρήκε, μον χτυπάει το Γοργοθιό στο στήθος, λεβέντη του Πριάμου γιο, που η μάνα του απ' τ' Αησύμι νύφη ήρθε και τον γέννησε, η ροδοσταλαγμένη Καστιάνειρα, πούχε θεάς κι' όχι γυναίκας κάλλη. 305 Και δίπλα ο νιος την κεφαλή γυρνάει, σαν παπαρούνα π' άνοιξης άθια και καρπό σε κήπο φορτωμένη λυγάει, σαν πιάσει δυνατός νοτιάς και τη φυσήσει· έτσι έγυρε την κεφαλή που βάραινε απ' το κράνος.