United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά την αποφυλάκιση του πήγε στο Παρίσι, έπειτα στην Νεάπολη και καταστάλαξε ξανά στο Παρίσι, όπου εκθρονισμένος βασιλιάς του θεάτρου και της μόδας αποζητούσε στο πιοτό λήθη και παρηγοριά.

Ωστόσο ο Έχτορας βαστάει στο Ζερβοπόρτι τ' άτια 712 κι' εκεί λογάριαζε αν ξανά θα τρέξει στην αντάρα. να πολεμήσει, ή το στρατό θα κλείσει μες στο κάστρο.

Κι' ας σύρει ο κράχτης την αβγή στα βαθουλά καράβια να πει στ' Ατρέα τους διο τους γιους, Μενέλα κι' Αγαμέμνο, τι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη. Μα ας ρήξει τεχνικά κι' αφτό το λόγο, αν θεν να πάψουν 375 τον κακοκράχτη πόλεμο ως που τους σκοτωμένους να κάψουμε· έπειτα ξανά χτυπιούμαστε, ώστε ο Δίας να μας διαλύνει κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει

Τη μάννα εγώ περικαλώ, καθώς κι' αφτή το νιώθει, νάναι καλή και μαλακιά με τον πατέρα Δία, μην πιάσει τα μαλώματα ξανά, και μας χαλάσει κι' εμάς το φαγοπότι μας. Γιατί μπορεί, σα θέλει, 580 να μας πετάξει απ' τα θρονιά ο κεραβνοτινάχτης του Κρόνου γιός· τι είναι πολύ πιο δυνατός απ' όλους. Μα εσύ με λόγια μαλακά καλόπιανέ τον, μάννα, και τότε εφτύς πονετικό θαν τόνε δεις μαζί μας

Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθε Αχαιός και Τρώας «Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, 320 μεγάλε μυριοδόξαστε! όπιος αφτά τα πάθια ανάμεσό μας τάβαλε, ναι κάνε αφτός να πέσει και στ' Άδη τα εφτάβαθα ως μέσα να κατέβει, κι' εμείς ας κάνουμε ξανά όρκους πιστούς αγάπηςΈτσι είπανε.

Μα πάρε εσύ στα χέρια σου την κροσσωτή μου αιγίδα, και σκιάζε σκιάζε σιώντας την των Αχαιών τ' ασκέρι. 230 Κι' έχε διπλά, προφυλαχτή, στον Έχτορα τα μάτια, το πάθος του πάντα άναβε στα στήθια, ως που οι Αργίτες τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο να φτάσουν κι' ως στα πλοία. Δική μου απέκει 'ναι δουλιά το τι θα πω ή θα κάνω, ξανά οι Αργίτες για να δουν απ' τον αγώνα ανάσα235

Δεν εγνώρισα ως τώρα μεσ' στων γυναικών τη ράτσα από σένα πειό καπάτσα! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Περιμένετε λιγάκι, κι' όταν την αρχή κρατήσω για συμβούλους θα σας πάρω και θα σας χειροτονήσω, όπου μεσ' στης φασαρίες της αρχής και στα δεινά, θα γενήτε παλληκάρια, που δεν γίνηκαν ξανά!

Γόϊ μου κι' αλί μου η δύστυχη πικραρχοντογεννήτρα, που γιο αφού γέννησα λαμπρό βασταγερό, τον πρώτο 55 λεβέντη απ' όλους, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι, σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι, κι' έτσι στην Τρια τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει ξανά να τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο. 60 Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τούμαι.

Είπε, κι' η χέρα του η βαριά τινάζει το κοντάρι, 590 που δίχως λάθος το κανί τού βρήκε εκεί στο γόνα. Και γύρω το νιομέταλλο αντήχησε τουσλούκι φριχτά· όμως τ' όπλο αντιπηδάει πίσω ξανά με δίχως βλάβη καμιά, τι αμπόδιζαν τα δώρα του Ηφαίστου.

Τα γκέμια αφτός κρατούσε κι' έτρεχε εκεί που πιο πυκνοί χτυπιόντουσαν οι λόχοι, του αντρειωμένου Έχτορα ζητώντας και τους Τρώες να καλοπιάσει· μα κακό του βγήκε στο κεφάλι, 450 κακό που δεν του πρόλαβαν κιας λαχταρούσαν όλοι, τι πίσω μπήκε η άχαρη σαΐτα μες στο σνίχι. Κι' όξω οχ τ' αμάξι κύλησε, γυρνούν και τα γοργά άτια πίσω ξανά, την άμαξα κατρακυλώντας άδια.