United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπι με σφουγγάρι τα διο του χέρια ολόγυρα ξεπλαίνει και την όψη, το σνίχι το βασταγερό, τα δασωμένα στήθια. 415 Και ντύθη, πήρε ένα παχύ ραβδί και τράβηξ' όξω, κι' ήρθε σε λίγο εκεί κοντά που κάθουνταν η Θέτη 422 στο λαμπροσκάλιστο θρονί.

Είπε καιτον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος· εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι ολόχρυσο και το 'σφιγγετα χέρια, να ρουφήση 10 κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία· και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων, απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον, φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν; 'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· 15 τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη· έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα, και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητάτο χώμα, 20 και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν. άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν απ' τα θρονιά και αλάλαξαντα δώματα οι μνηστήρες, και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν, αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. 25 και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα· «Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις· ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης· άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». 30

Άρπαξε τ' όπλο ο βασιλιάς, και σα θεριό κοντά του τραβώντας, του το τίναξε όξω απ' το στέριο χέρι με βιά· και τον προβόδησε με μια σπαθιά στο σνίχι. 240 Έτσι έπεσε, κι' εκεί ύπνονε κοιμήθηκε χαλκένιο ξένους βοηθώντας, έρημος, αλάργα απ' τη νυφούλα, το τέρι που δε χάρηκε κι' είχε ακριβά πλερώσει βόδια πρώτα έδωκε εκατό, πολλά 'ταξε κατόπι, γίδια μαζί και πρόβατα που τούβοσκαν χιλιάδες. 245 Τότες εκεί τον γύμνωσε τ' Ατρέα ο γιος, και πήγε πίσω ν' αφίσει στο στρατό τα πλουμιστά άρματά του.

Τα γκέμια αφτός κρατούσε κι' έτρεχε εκεί που πιο πυκνοί χτυπιόντουσαν οι λόχοι, του αντρειωμένου Έχτορα ζητώντας και τους Τρώες να καλοπιάσει· μα κακό του βγήκε στο κεφάλι, 450 κακό που δεν του πρόλαβαν κιας λαχταρούσαν όλοι, τι πίσω μπήκε η άχαρη σαΐτα μες στο σνίχι. Κι' όξω οχ τ' αμάξι κύλησε, γυρνούν και τα γοργά άτια πίσω ξανά, την άμαξα κατρακυλώντας άδια.

Και στο κορμί ζερβόδεξα, το σνίχι κι' αστραγάλους τού τους χτυπούσε το μουντό τομάρι, που στην άκρη σκέπαζε της αφαλωτής ασπίδας το στεφάνι.

Μα εσείς θαρρώ ποτές σας δε θα τελιώστε, μοναχά σαν πέσει ο ένας χάμου κι' η γης ρουφήξει αχόρταγη το αίμας του το μάβροΕίπε και ρήχνει. Κι' έστειλε του Δία η κόρη τ' όπλο 290 στη μύτη, εκεί στο μάτι του σιμά, κι' αντίκρυ ο στόκος βγήκε στο σνίχι κόβοντας τα δυο σβερκοποντίκια.