United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ, αυτές οι γυναίκες, βουλωμένα τάχαν ταυτιά τους και δεν άκουγαν τίποτ’ απ’ όλο αυτό το κακό ; Βοήθεια, Κερά γειτόνισσα ! ελάτε! η Βεργινία πεθαίνει ! ξεφώνισε, ταράζοντας σύσσωμη απ' της φωνής της τον τρόμο κι απ’ το ίδιο το νόημα το φριχτό του λόγου πούλεγεΔεν μπορούσε να βγη απέξω να φέρη κανέναν απ’ τη γειτονιά : κι αν πέθαινε η Βεργινία σταναμεταξύ μονάχη;-κ' έσφιγγε τα μηλίγγια της με τις κλειστές μπουνιές της απ’ την απελπισία, σα να φοβότανε μην της φύγη το μυαλό της. . . Εκεί που κοβόταν έτσι και τάραζε, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Νίκος με το γιατρό.

Ο Έφις σώπαινε∙ σώπαινε και τον κοίταζε και τα μάτια του ήταν τόσο γεμάτα από πάθος, από τρόμο, από χαρά που ο ντον Πρέντου σοβάρεψε. Προσπάθησε όμως πάλι να αστειευτεί. «Γιατί αναστατώνεσαι τόσο; Πιστεύεις ότι θα σου πληρώσω όσα σου χρωστάνε; Όχι, βέβαια. Εσύ θα τα βρεις με την Έστερ. Εγώ μένω απ’ έξω. Έπειτα είναι και κάτι άλλο…»

Τα κατάρτια τους ατόφια προύτζινα, από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ερωτήσης για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα ήσαν ντυμένες. Και είχαν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου.

Το πρώτο που αιστάνθηκα κ' εννόησα με τρόμο ανέκφραστο, όταν περάσανε τουλάχιστο τόσες μέρες, ώστε να μπορέσω να συνέρθω και να σκεφτώ όσα γίνανε, είτανε πως η γυναίκα μου δεν είχε μιλήσει ποτέ τόσο μέσα από την ψυχή της, όσο την ώρα που κάθησε μπρος μου στην κάμαρά μου και μου είπε πως είχε γεννηθεί για κακό και πως τώρα, που χάθηκε ο Σβεν, ζει μόνο για να πεθάνη.

Και κοίταζαν με τρόμο οι φτερουγόποδοι Αχαιοί κι' οι αλογάδες Τρώες. 80 Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας «Για πάλι πόλεμος κακός θ' ανάψει κι' άγρια μάχη, για βάζει ανάμεσα στους διο αγάπη ο γιος του Κρόνου, πούναι στον κόσμο μοιραστής στημένος του πολέμου

Πάντα με το καλό θέλει κυβέρνημα. Ύστερ' από το θάνατο της μακαρίτισσας της μητέρας του, έχει απάνου της ένα αιώνιο φόβο, ένα παντοτεινό τρόμο, κάποια νευρικότητα στα κινήματά της, στα φερσίματά της, ακόμα και στη σκέψη της. Λοιπόν τ' άγρια μαλώματά σου, περισσότερο κακό μπορεί να της κάμουν παρά καλό. Αχ, η καημένη η κόρη μου, η αξέχαστη μου η κόρη, αυτό μου έλεγε πάντα όταν ζούσε.

Αισθανόταν το κεφάλι της κουδούνι απ’ αυτήν την ασυνείθιστη αγαλλίαση που της έκανε σχεδόν τρόμο . . Σαν αντίκρυσε τα μάτια της Βεργινίας που είχε ανασηκωθή στο προσκέφαλο κ’ έσφιγγε με το χέρι το στήθος της, τα ρόδα του προσώπου της μονομιάς ξεφύλλισαν. . της ήρθαν τα κλάματα κ' έπεσε στα πόδια του κρεββατιού με το πρόσωπο μες τις κουβέρτες Πήγε ο Νίκος κοντά της να της πη πως δεν τόθελε να την πικράνη.

Γιομάτος είμαι από φόβο κι' από τρόμο. Μυριάδες αγγέλων νοιώθω να μ' ανοίγουνε το δρόμο του μαρτυρίου. Έχει σήμερα η εκκλησία μεγάλο πανηγύρι.. Με τους πρωτότοκους της πίστεως στο ίδιο θε να πιω ποτήρι! Η ΜΑΝΝΑ. Τον ακούω να μιλά, όμως να τον κυττάξω δεν μπορώ. Σεις πήτε μου πώς είνε.

Μπορεί να μας γεμίζουν την ψυχή τρόμο, φρίκη ή θαυμασμό, αλλά δεν μας βλάπτουν. Δεν είναι σε άμεση με μας σχέση. Δεν έχομε να τους φοβηθούμε καθόλου, Αυτοί πέρασαν στη σφαίρα της Τέχνης και της Επιστήμης και ούτε η Τέχνη ούτε η Επιστήμη έχει να κάνη τίποτε με την ηθικήν επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία. Αυτό μπορεί να συμβή ίσως καμμιά μέρα και με το φίλο του Charles Lamb.

Ο Έφις άκουγε με τρόμο: ένοιωθε να βρίσκεται πάλι μπροστά στο τραγικό πεπρωμένο της οικογένειας με την οποία βρισκόταν δεμένος όπως είναι κολλημένο το βρύο στην πέτρα, και δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε τι να κάνει. «Ωχ», αναστέναξε βαθειά ο Τζατσίντο. «Σίγουρα όμως θα φύγω από δω. Δε θα περιμένω να με διώξουν! Δεν έχουν έλεος οι θείες μου, και κυρίως η θεία Νοέμι. Δε με νοιάζει όμως.