Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Και εκεί που τέτια ήλεγε το φόβο να ξεχάση, Το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάση· Και ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνη το ταξίδι, Σιμά τους φανερόνεται, και τους ξαφνίζει, φίδι, Που με κεφάλι σηκωτό μες το νερό αγληστράει, 185 Και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει. Ενέκροσαν τα μέλη τους ευτύς που το δικούνται, Και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται.
Αμίλητοι όλοι μας, σα να κοβότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου... Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γέρο Βασίλης είτανε τέτοιος ήρωας... Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλικαριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κ' έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του... Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία, και θα τα δης.
Ο Πάτερ Χαράλαμπος, μισαποθαμμένος από τον τρόμο, ίσως κι από το διάβαζε διάβαζε ακολουθίες, δεν πέρασε από τον παραζαλισμένο του νου να καθίση και να ξεδιαλύνη τη ρίζα και τη φύτρα του τρομερού του κακού που τους πλάκωσε, ίσως πάψη το βάσανο. Όσο για τους άλλους Παραμυθιώτες, πού καιρός και πού κεφάλι να στοχαστούνε και να κοιτάξουνε γύρω τους, ίσως και βρουν τον τρόπο!
Μα όταν η μαμά έμεινε μόνη με το Σβεν, τον πήρε στην αγκαλιά της και του διηγήθηκε, σα να είταν παραμύθι, πόσο είταν ανήσυχη και τι τρόμο δοκίμασε η ψυχή της. Του είπε πως νόμισε πως ο Σβεν έσπασε το πόδι του και πως είτανε πεσμένος μόνος μέσα στο δάσος και πως δε θα τον ξαναύρισκε παρά μόνο νεκρό.
Όταν γύριζα εδώ μέσα και συλλογιζόμουνα πως θα πέθαινα και θα πήγαινα κοντά στο Σβεν και το συλλογιζόμουν αυτό έτσι, ώστε να νομίζω πως μου έφευγες και συ κι όλα μου φεύγανε κ' η γις έμενε άδεια κ' έρημη — είχα τόσον τρόμο, τόσο φοβερόν τρόμο. Γιατί πίστευα πως θαρχόμουνα στην ανάγκη να το κάμω μόνη μου. Αυτό είτανε το χειρότερο απ' όλα. Μα τώρα ξέρω πως δε θα χρειαστή να το κάμω ποτέ.
Αυτά πε• και η καρδία μας εκόπη από τον τρόμο• ότι βαρύ 'χε μούγκρισμα, κ' εκείνος ήταν τέρας• αλλ' όμως εγώ απάντησα ευθύς 'ς το ερώτημα του• «εμείς πλανώμενοι Αχαιοί ήλθαμε από την Τροία, ως οι άνεμοι στην άβυσσο μας σπρώξαν της θαλάσσης 260 εις δρόμους άλλους πάντοτε μακράν απ' την πατρίδα• τούτα διώρισε η βουλή και η θέλησι του Δία. στρατιώταις του Αγαμέμνονα καυχόμασθε, τον Ατρείδη, 'που τώρα η δόξα του αντηχεί 'ς τα πέρατα τον κόσμου, την πόλιν αφού ερήμωσε την δυνατήν και πλήθη 265 πολλών εξέκαμε λαών κ' εμείς εδώ φθασμένοι 'ς τα γόνατα σου πέφτουμε, να μας φιλοξενήσης, ή άλλο να δώσης χάρισμα, ως συνηθούν των ξένων. σέβου, ω μεγάλε, τους θεούς• ικέταις σου μας έχεις• των ξένων και των ικετών εκδικητής ο Δίας 270 ο ξένιος, 'που τους ιερούς τους ξένους συνοδεύει».
Κ' οι κοιμώμενες νύμφες, που ο Cellini έπλασε από μπρούντζο για το κάστρο του Βασιληά Φραγκίσκου, ο πράσινος μαλαματένιος Περσεύς ακόμα, που εις την ανοικτή Loggia της Φλωρεντίας δείχνει στο φεγγάρι τον φονικόν τρόμο που πέτρωνε τη ζωή, δεν της χάρισαν μεγαλύτερην ευχαρίστηση παρ' όσην εκείν' η αυτοβιογραφία, όπου ο υπέροχος κατεργάρης της Αναγεννήσεως διηγείται την ιστορία της δόξης και της ντροπής του.
Είχε κοντοτελειώσει της ευχές του αρραβώνα όταν ακούσθηκε χτύπημα στην πόρτα σαν βροντή και κατόπι άλλο και άλλο και μια φωνή «εν ονόματι του νόμου.» Με φόβο και τρόμο εκύτταξε ο ένας τον άλλονε, όταν ο παππάς Συνέσιος επλησίασε την πόρτα και την άνοιξε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν