United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί πέρα βρισκόταν ίσως η σωτηρία του. Χελιδονοφωλιές, που με τον καιρό είχαν πάρει το χρώμα της πέτρας, βρίσκονταν σε παράταξη, σαν διακόσμηση, ανάμεσα στη σκεπή και στα παραθυράκια του μικρού σπιτιού.

Η πιο ήσυχη γωνιά ήταν εκείνη των Πιντόρ. Καθισμένες μέσα στην καλύβα τους έτρωγαν με τον Έφις ψητό αρνί και μιλούσαν για τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και για τον Τζατσίντο, για τον παπά και τον Μιλέζο, χαμογελώντας χωρίς κακία. «Τις πρώτες μέρες», είπε η ντόνα Ρουθ κόβοντας ένα μικρό γλύκισμα σε τρία ίσα μέρη, «ο Τζατσίντο έλεγε συνέχεια ότι ήθελε να φύγει για το Νούορο, όπου τον περίμενε μια θέση στο μύλο.

Και ο Θεός υποσχόταν μια καλή χρονιά ή τουλάχιστον γέμιζε με λουλούδια όλες τις αμυγδαλιές και τις ροδακινιές της κοιλάδας που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο σειρές λευκών λόφων, με τα αχνογάλαζα βουνά στο βάθος προς τη δύση και με τη θάλασσα στην ανατολή.

Κάθε μέρα η ίδια ιστορία: το όνομα του Τζατσίντο αντηχούσε σ’ όλο το σπίτι, και όταν οι τρεις αδελφές σώπαιναν εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους, όπως συνέβαινε, εξ άλλου, πάντα από την ημέρα της γέννησής του, και η άγνωστη μορφή του γέμιζε ζωντάνια το κατεστραμμένο σπίτι. Ο Έφις δε θυμόταν να είχε ποτέ πάρει άμεσα μέρος στις συζητήσεις των κυράδων του.

Η Έστερ και η Ρουθ είναι στο πανηγύρι….» «Έχει πανηγύρι;», είπε σηκώνοντας το ποδήλατο που επάνω του ήταν δεμένη μια σκονισμένη βαλίτσα. «Α, ναι, θυμάμαι: το πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο. Α, μάλιστα…..» Του φαινόταν να αναγνωρίζει το μέρος που βρισκόταν. Να το υπόστεγο της αυλής που τόσες φορές έφερνε στο νου της η μητέρα του.

Ο ντον Τζάμπε κόντεψε να τρελαθεί• έτρεξε από εδώ και από εκεί, σ’ όλα τα γύρω χωριά και στα παράλια ψάχνοντας τη Λία, κανείς όμως δεν ήξερε να του δώσει νέα της. Στο τέλος εκείνη έγραψε στις αδελφές της λέγοντάς τες ότι βρισκόταν σε σίγουρο μέρος και ότι ήταν ευχαριστημένη που έσπασε τις αλυσίδες της. Οι αδελφές της όμως δεν τη συγχώρεσαν, δεν της απάντησαν.

Το αγόρι κάθισε κουρασμένο στην πέτρα μπροστά στο καλύβι και έλυνε τα κορδόνια του ενώ ρωτούσε μήπως βρισκόταν τίποτε για να φάει. «Έτρεξα σαν ελαφάκι επειδή φοβόμουν τ’ αερικά......»

Να ξέρεις όμως πως τα κοράκια θα σου βγάλουν πρώτα τα μάτια. Δυο από εμάς τις είδες να φεύγουν από εδώ….. τις άλλες όμως δεν θα τις δεις. Κι εσύ θα είσαι πάντα ο υπηρέτης κι εμείς τ’ αφεντικά σου…Εκείνος σταυροκοπήθηκε σαν να βρισκόταν μπροστά σε μια δαιμονισμένη και πήγε να πάρει το δισάκι του για να το βάλει στα πόδια, να πάει στην άκρη του κόσμου.

Ήταν η κυρά Πανώρια κι ο γιος της ο Δημητράκης. Ήταν ιδρωμένος κ' είχε τα πόδια πληγωμένα. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν κ' η μάννα του. Η φορεσιά της ήταν καθαρή μα ξεσκλιάρικη. Τα παπούτσια της μισά και τρύπια. Αίμα έτρεχε από τα πόδια της κι από τα μάτια της δάκρυα. Εβάδιζε όμως ορθά και μεγαλόπρεπα δίπλα στο γιο της, σα να ήθελε να δείξη και στη συφορά της την αρχοντιά και την περηφάνεια της.

Τώρα χορτάρια στης πόρτας μου το σκαλοπάτι θα φυτρώσουν και η αράχνες τον ίσιο τους θε ν' απλώσουν 'πάνω απ' του κρεββατιού σου τ' αγγοννάρια, όπου ξαπλωμένο σαν βρισκόταν το κορμί σου το μελοδρωμένο, ερχόμουνα να σου φιλήσω μάγουλο. . . Ωιμένα! δόστε μου στάχτη στ' ασπρισμένα μαλλιά μου να σκορπίσω! Αχ! η κακομοίρα 'γώ!