United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σας παρακαλούμε σας, των παιδιών, να πάρετε όσα πιάτα εύρετε, σπασμένα και γερά, που είνε και πιο εύκολο να τα κουβαλήσετε στα χέρια· σώνει να μας βοηθήσετ' εμάς να μεταφέρουμε σε μέρος σίγουρο ούλες της βέργες και της λαμαρίνες.

Εκεί που μιλούσαμε, παρατήρησε πως ο μικρός είχε κουνηθεί. Τονέ σήκωσε, τον πήρε στα χέρια της με κείνον το σίγουρο προφυλαχτικό τρόπο, που τον γνωρίζουν οι μητέρες μόνο, και τον έφερε στο στήθος της. Το πρόσωπό της έλαμπε, όταν είδε κ' αιστάνθηκε πως ο μικρός βύζαινε το γάλα της με κείνη την απερίγραφη γαλήνη, που είναι το προνόμιο των παιδιών.

Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ποτέ…» «Ήταν συγγενής σου;» «Όχι. Συναντηθήκαμε πριν δέκα χρόνια, στο πανηγύρι του Μιράκολο. Εγώ τότε είχα έναν σύντροφο, τον Ζουάν Μαρία, που με κακομεταχειριζόταν. Με είχε σαν σκυλί. Τότε αυτός ο φουκαράς ο γέρος με πήρε μαζί του. Με είχε σαν παιδί του, δεν μου άφηνε ποτέ το χέρι πριν καθίσω σε σίγουρο μέρος.

Στη στροφή, όχι μακρυά από το ψηλό κιγκλίδωμα, είδε να υψώνεται στην ξαστεριά τ' ουρανού τον εύρωστο κορμό του μεγάλου πεύκου. «Ωραίε κύριε, περίμενέ με στο πρώτο δάσος που θ' απαντήσης. Θα γυρίσω σε λίγο. — Πού πάς; Τρελλέ, ζητάς κι' όλα το θάνατό σουΑλλά ο Τριστάνος, μ' ένα σίγουρο, πήδημα, είχε περάσει κι' όλα το κιγκλίδωμα. Πήγε κάτω από το μεγάλο πεύκο, κοντά στο μαρμαρένιο πλατύσκαλο.

Δεν βλέπεις το γουρούνι ότι κρατεί ξύλα στο στόμα του; Είνε σημείο σίγουρο ότι θάχωμε βροχή. Ο γιανίτσαρος έπτυσεν, ως κάμνουν οι Μουσουλμάνοι όταν βλέπουν το ακάθαρτον ζώον, και είπε χλευαστικώς προς τον παπάν ότι άφηνεν εις τους χριστιανούς την ανοησίαν και την ασέβειαν να θεωρούν τους χοίρους προφήτας, και ανεχώρησεν.

Αυτά είνε λόγια, παπά μου, είπε κουνώντας το κεφάλι, της η Ταρσίτσα. «Προφάσεις εν αμαρτίαις», που λέει το χαρτί. Εγώ δεν είπα μαθές πως είμαι καμμιά κοπέλλα, δεν είπα να πάρω κανένα παλληκαρούδι Όμως είνε κι' ανθρώποι μισοκαιρίτες, που γυρεύουνε να βρούνε μια νοικοκυρά, με μεστωμένα μυαλά, μια τίμια κι' άξια γυναίκα, νάχουνε σίγουρο το κεφάλι τους. Εδώ καν και καν παντρευτήκανε.

Απ' τη στιγμή όμως πούκλεινε κανένας τα μάτια του, γινότανε δικός του· Έλεγες πως βαστούσε ανοιχτά δεφτέρια για κάθε μακαρίτη, κι' άμα τον έβλεπες σε παρέα, ήτανε σίγουρο πως μοίραζε κόλυβα. Εκεί που καθότανε ο Γιάννης ο Μακαρίτης, για ζωντανό κουβέντα δε στηνότανε ποτές κι' όποιος ήθελε να μάθη για τα πεθαμμένα του, ας έπαιρνε σκαμνί να κάτση. Λοιπόν! αυτό που σου λέω εγώ...

— Τ' ακούσαμε κ' ημείς, παπά, απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος· έτσ' είπανε. — Τι &είπανε&; Είνε σίγουρο, σας λέω, επανέλαβεν ο παπά-Φραγκούλης. Οι βλοημένοι, δεν θα βάλουν ποτέ γνώσι. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν' απ' του Κουρούπη τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί που δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν!

Επειδή δεν τους φαινότανε σίγουρο να μένουνε στη θάλασσα χυνόπωρο καιρό· ώστε και το καΐκι το σύρανε στη στεριά για το φόβο νυχτερινής φουρτούνας.

Το σίγουρο μέσο να μη ξέρη κανείς τίποτε για τη ζωή είναι το να προσπαθή να γίνη χρήσιμος. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Γοητευτικό δόγμα, Γιλβέρτε. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Δεν είμαι βέβαιος γι' αυτό, αλλά τουλάχιστο έχει τη μικρότερη αρετή να είναι αληθινό. Ότι η επιθυμία να κάνη κανείς καλό στους άλλους παράγει άφθονη εσοδεία από αυθάδεις σχολαστικούς είναι το μικρότερο από τα κακά που προξενεί.