United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μίμησίς του εις την γενικήν της γραμμήν είναι μίμησις ελευθέρα, μίμησις «διά μέσου μιας ιδιοσυγκρασίας». Έτσι η «Πάπισσα», ενώ έχει πολλάς εξωτερικάς αναλογίας με τον «Δον Ζουάν» του Βύρωνος, είναι βιβλίον ικανώς διάφορον. Η εκδοτική επιτυχία της «Παπίσσης» υπήρξε μεγάλη. Η πρώτη δίτομος έκδοσις της, και η δευτέρα, και η τρίτη, και η τετάρτη και η πέμπτη, εκδόσεις κλεψίτυποι, εξηντλήθησαν.

Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ποτέ…» «Ήταν συγγενής σου;» «Όχι. Συναντηθήκαμε πριν δέκα χρόνια, στο πανηγύρι του Μιράκολο. Εγώ τότε είχα έναν σύντροφο, τον Ζουάν Μαρία, που με κακομεταχειριζόταν. Με είχε σαν σκυλί. Τότε αυτός ο φουκαράς ο γέρος με πήρε μαζί του. Με είχε σαν παιδί του, δεν μου άφηνε ποτέ το χέρι πριν καθίσω σε σίγουρο μέρος.

Μόλις κι' εκείνου ήρχισε η γλώσσα να προφέρη τας νέας θεωρίας μου, θεότρελλος εφάνη. και τα παπούτσια τούδωσε ο έμπορος 'στο χέρι, και δίχως ναύλο έφυγε, θαρρώ, 'στο Ταϋγάνι. Κι' έμεινα μόνος, μεταξύ των Ρώσσων και των χοίρων, εγώ ο λάτρις των Μουσών, των Αθηνών δημότης! εμπρός μου επτερύγιζε ο Δον Ζουάν κι' ο Βύρων, κι' εδίψα έρωτας θερμούς η πρώτη μου νεότης.

Κι' ο Δον Ζουάν εις των Σκυθών τα χώματα επάτει, μα ήτο ευνοούμενος σοφής Αυτοκρατείρας, εχόρταινε τον έρωτα 'στης Μόσχας το παλάτι, και της Αικατερίνης του εφόρει τας πορφύρας. Ω! πόσον, φίλε Δον Ζουάν, την τύχη σου ζηλεύω! ας εύρω έρωτας κι' εγώ σ' αυτή την ερημιά. . . είπα και άρχισα παντού γυναίκας να γυρεύω, και μετά χίλια βάσανα τα έψησα με μια.

Μ’ ανάγκασαν να βγω στη ζητιανιά, εγώ όμως, πρέπει να σου πω, κράτησα την αθωότητά μου: δεν έκανα ποτέ κακό σε κανένα. Ο Κύριος όμως με βοήθησε πάντα. Πρώτα ο Ζουάν Μαρία, ο Θεός ν’ αναπάψει την ψυχή του, κι έπειτα αυτός υπήρξαν οι σύντροφοί μου, τ’ αδέλφια μου, όπως οι άγγελοι που συντρόφευαν τον Τωβία.

Ο Ζουάν Μαρία μου έφερε κάποτε μια. Ένοιωσα ότι είχε τη μυρωδιά του κακού και έπεσα καταγής σαν να πέρασε άνεμος. Τι πρέπει να κάνω, ψυχή μου; Εάν δε σώσω την ψυχή μου, τι άλλο έχω αδελφέ μου;» «Τα λεφτά όμως του πεθαμένου τα πήρες, μπαγαμπόντηείπε ο Έφις. «Δικά μου ήταν. Τι τα θέλει τα λεφτά ένας πεθαμένος; Ένα σου λέω: δεν έκλεψα ούτε έχυσα ποτέ αίμα. Ούτε τ’ αδέλφια του Ιωσήφ έχυσαν αίμα.

Πώς ήθελα το πρόσωπον του Δον Ζουάν να παίξω, ωσάν πιστός Κισλάραγας χαρέμια να φρουρώ, εις παραδείσους έρωτος και ηδονής να τρέξω, και σαν τον Σαρδανάπαλο φουστάνια να φορώ.

Ο μέγας Βύρων έλαβε την υπομονήν ν' ακροασθή τας φλυαρίας των γραιών της Σεβίλλης, ίνα μάθη αν η μήτηρ του ήρωός του Δον Ζουάν έλεγε λατινιστί το

Χανούμισσαι του Δον Ζουάν, βασίλισσαι μεγάλαι, φανήτε ως τας τρεις θεάς αχίτωνες εμπρός μου· όπου κι' αν ήσαι, Μούσα μου, γυναίκας πάντα ψάλλε, ιδού οι μόνοι άγγελοι κι' αυτού και τάλλου κόσμου· Δεν είναι άλλα πιο καλά 'στο κόσμο προϊόντα, αυταί ποτίζουν τους θνητούς σταγόνας αμβροσίας, και αν θαυμάζουν ως σοφόν πολλοί τον Σολομώντα, εγώ για τας χιλίας του τον 'θαύμασα κυρίας.