United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απέρριψα έντρομος το κλαπέν ποσόν. Το Φάσμα εγέλασε και επανέλαβε: — Πλησίασε πάλιν, και κλέψε εκατόν χιλιάδας δραχμών. Επλησίασα και έκλεψα αναιδώς χιλιάδας εκατόν. Και πάλιν ήκουσα τας φωνάς όπισθέν μου, αλλά την φοράν ταύτην έψαλλον εν μουσική συμφωνία: — Ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . ο μ ε γ ά τ ι μ ο ς!. . . — Ακούεις; λέγει το Φάσμα. — Ναι, ακούω καλώς· τώρα με υμνούσι βεβαίως.

Από αυτόν την πήρα για έπαθλον της νίκης μου. Οι νικηταί του δρόμου έπαιρναν άλογα. Αυτοί που ενίκησαν στην πάλη και στην πυγμή, αγωνίσματα πιο δύσκολα, κοπάδια έπαιρναν βώδια, μα και μια γυναίκα παραπάνω. Αφού λοιπόν ευρέθηκα τυχαίως στους αγώνας κ' ενίκησα, δεν ήθελα τέτοιο βραβείο ν' αφήσω. Πάρ' την λοιπόν και φρόντισε γι' αυτήν. Γιατί δεν είναι γυναίκα που να έκλεψα. Μου εστοίχισε η νίκη.

Είνε τέλος μέταλλον πολύτιμον, φρουρούμενον από τα ευτελέστερα· χρυσός, φυλαττόμενος από σίδηρον και από τ ε ν ε κ έ δ ε ς. Και το Φάσμα ήνοιξε βραδέως του κιβωτίου το πώμα κάτωθεν δε αυτού απήστραψαν νομίσματα χρυσά. — Κλέψε τώρα εξ αυτών, λέγει, εκατόν δραχμάς. Έκλεψα εκατόν δραχμάς· αλλά μόλις απεμακρύνθην, ήκουσα φωνάς όπισθεν μου να λέγουν: — Ο άτιμος. . . ο άτιμος!. . .

Ο Ζουάν Μαρία μου έφερε κάποτε μια. Ένοιωσα ότι είχε τη μυρωδιά του κακού και έπεσα καταγής σαν να πέρασε άνεμος. Τι πρέπει να κάνω, ψυχή μου; Εάν δε σώσω την ψυχή μου, τι άλλο έχω αδελφέ μου;» «Τα λεφτά όμως του πεθαμένου τα πήρες, μπαγαμπόντηείπε ο Έφις. «Δικά μου ήταν. Τι τα θέλει τα λεφτά ένας πεθαμένος; Ένα σου λέω: δεν έκλεψα ούτε έχυσα ποτέ αίμα. Ούτε τ’ αδέλφια του Ιωσήφ έχυσαν αίμα.

Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι... — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα &Πιστεύω&.

Άι μ' Νικόλα μ', που σ' έχω γείτονα, ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι . . . αχ! καμμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανέν απόκερο από μέσ' απ' το εκκλησιδάκι σου, μπροστά στο κόνισμά σου, οπού συ έκανες πως δε με γλέπεις . . . για να κυνηγώ της νυχτερίδες και τα κουκουβαγιόπουλα τη νύχτα . . . μη με ξεσυνερίζεσαι, και φέρε γλήγορα τον πατέρα μου πίσω . . . και να μη βαρυγνωμά που δεν πήγα μαζί του . . . κ' εγώ να σου φέρω άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, όσα σπίρτα και κεριά σου έκλεψα.

Μεγάλο ξαφνικό να σ' ευρή και κακό μαντάτο να σούρθη, να κρένεσαι και να καίεσαι και μερωμό να μην έχης, όσο σου έκλεψα εγώ ρούχα. Ναι. Η Αϊμά είχεν εγερθή και ο άνθρωπος εκείνος ηθέλησε να φέρη αυτός το κάνεον. Εν τούτοις η νέα δεν επείσθη και έλαβε το κάνεον υπό την μασχάλην της. Την αυτήν στιγμήν συνήντησε την γραίαν, ήτις έκρωζε τας ανωτέρω βλασφημίας. Ήτο δε αύτη η γνωστή Εφταλουτρού.

Αυτός ο νέος Σουλτάνος με εδέχθη με πολλήν αγάπην, και ήτον πολλά ευχαριστημένος που με εξαναείδε· και μου είπε πως ολίγες ημέρες ύστερα από τον μισευμόν μου, ο πατέρας μου ευρισκόμενος εις τον θησαυρόν του, άνοιξε κατά τύχην την κασσελοπούλαν εκεί που είχε κλεισμένον το δακτυλίδι του Σολομώντος και την εικόνα της Αλγεμίλ, και μην βλέποντάς τα εκεί υπώπτευσεν, ότι εγώ την έκλεψα, και από την θλίψιν του απέθανε.