Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Δε λένε πώς αυτό το πουλί κελαδάει όταν είναι να πεθάνη κανείς; Το θάνατό μου βέβαια αγγέλλει το τραγούδι σας: γιατί πεθαίνω από την αγάπη σας! — Έστω, του είπεν η Ιζόλδη. Μακάρι το τραγούδι, μου να σημαίνη το θάνατό σας, γιατί ποτέ δε μπήκατε δω μέσα χωρίς να μου φέρετε κάποιο κακό μαντάτο. Πάντοτε εγίνατε νεκροπούλι και γκιώνης για να πήτε κακά για τον Τριστάνο.
Δεν άφινε καμμιά κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην τ' αποσώση. Μ' αυτά, και με τη ρόκα της, περνούσε την ώρα της, κ' έκανε να περάσουν και των άλλων γυναικών η ώρες. Αλλοιώς, τι θα γινότανε, 'ς αυτόν τον παληόκοσμο; Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο σχωρεμένος, ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος, και της άφησε τρία παιδιά.
Μα αν είχε προΐδει τι θα γινότανε, σίγουρα θα σκότωνε τους προδότες. Α! Θεέ! γιατί δεν τους σκότωνε; Μέσα στην κατάμαυρη νύχτα, τρέχει το κακό μαντάτο κατά την πολιτεία: πιάσανε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα, κι' ο Βασιληάς θέλει να τους σκοτώση. Πλούσιοι αστοί και άνθρωποι του λαού, όλοι κλαίνε: «Αλλοίμονο!
Μεγάλο ξαφνικό να σ' ευρή και κακό μαντάτο να σούρθη, να κρένεσαι και να καίεσαι και μερωμό να μην έχης, όσο σου έκλεψα εγώ ρούχα. Ναι. Η Αϊμά είχεν εγερθή και ο άνθρωπος εκείνος ηθέλησε να φέρη αυτός το κάνεον. Εν τούτοις η νέα δεν επείσθη και έλαβε το κάνεον υπό την μασχάλην της. Την αυτήν στιγμήν συνήντησε την γραίαν, ήτις έκρωζε τας ανωτέρω βλασφημίας. Ήτο δε αύτη η γνωστή Εφταλουτρού.
Τον πήρανε τα δάκρυα και τα κατάπινε μέσα του.. — Ώρα να σας αφήσω, ξαναείπε. Άφησα και τις γυναίκες μοναχές, ναρθώ να μάθω κανένα μαντάτο. Κανένας δεν ξέρει τίποτε. Όποτε θέλει η θάλασσα θα μας τον δώση πίσω!... Καληνύχτισε και σηκώθηκε. Όλοι βουβοί γύρω, καθένας με τη γνώμη του. Κάτω απ' το μώλο φτάσανε βραχνά ταλυχτήματα των καραβόσκυλων.
— Ειμπορεί να έφθασε το μαντάτον πρωτήτερα από εμέ, αν και εγώ εστάλθηκα διά να το φέρω. — Να μου φέρης εμέ μαντάτο; — Όχι εις εσέ, εις τον αυθέντην σου. — Εις τον αυθέντην μου; — Ναι. Πού είνε τος; Ο Θευδάς έδειξε την κλειστήν θύραν του άντρου. — Είνε εκεί μέσα; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Ναι. — Και τι κάμνει; Ο Θευδάς εκίνησε τους ώμους. — Νόστιμο. Δεν ειξεύρεις; — Δεν ειξεύρω, είπεν ο Θευδάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν