Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Και προκύψας εφώναξε προς τον απομακρυνόμενον υιόν του: — Ανέν τονε βρης, δός' του και μη φοβάσαι. Επειδή δε η σύζυγός του εμουρμούριζε και σχεδόν έκλαιεν εξ ανησυχίας, της είπε να κυτάζη τη ρόκα της και δεν ήτο δική της δουλειά. Τι ήθελε; ναφήση τον Τερερέ να τον καβαλικέψη; Ήξευρε αυτός τι έκαμνε και δεν είχεν ανάγκη από τη γνώμη της.
Μον μέσα τώρα πήγαινε να κάτσεις στις δουλιές σου, 490 στη ρόκα και στον αργαλιό, και βάλε και τις σκλάβες· όσο για πόλεμο που λες, οι άντρες θα φροντίσουν, όλοι κι' απ' όλους πρώτα εγώ, όσοι κι' αν ζουν στην Τροία!» Είπε, και τότες σήκωσε το κράνος του από χάμου. 495 Κι' η Αντρομάχη κίνησε στον πύργο να γυρίσει, τηρώντας πίσω, κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια.
Δεν άφινε καμμιά κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην τ' αποσώση. Μ' αυτά, και με τη ρόκα της, περνούσε την ώρα της, κ' έκανε να περάσουν και των άλλων γυναικών η ώρες. Αλλοιώς, τι θα γινότανε, 'ς αυτόν τον παληόκοσμο; Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο σχωρεμένος, ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος, και της άφησε τρία παιδιά.
Κι ώσπου να χρυσώση και τα δικά μας τα βουνά, γυρίζαμε στο καλύβι με το καλάθι γεμάτο σύκα.... Κατόπι άρχιζε η δουλειά.... Ύστερα έπαιρναν η γυναίκες ταργόχειρά τους και κάμνανε συντροφιά του τζίτζικα κάτω από τη μεγάλη τη συκαμηνιά. Ήρχουνταν κ' η Αγγελάκαινα με τη ρόκα της, ήρχουνταν κ' η Καπλάναινα με το βρακί του αντρού της, και κάμνανε με τις δικές μας χωριό.
Η Portia έχει χρυσά μαλλιά, η Φοίβη τα έχει μαύρα τα μαλλιά της, ο Orlando καστανά σγουρά κ' η κόμη του Sir Andrew Aguecheeck κρέμεται σαν λινάρι στη ρόκα χωρίς να κάνη διόλου σγουρά. Κάποια απ' τα πρόσωπα του έργου είναι γερά, κάποια λιγνά, άλλα ολόρθα κι άλλα σκυφτά, κάποια πάλι ξανθά και κάποια μαυρισμένα κι άλλα έχουν βαμμένα μαύρα τα πρόσωπά τους.
«Τον εργαλειό μου με όλα τα σύνεργα του, ροδάνι, ανέμη, ρόκα, καθώς και το ασημένιο μου αδράχτι, αφίνω εις όποιαν από τας τρεις εγγονάς μου ημπορέση να υφάνη τακτικά και νοικοκυρίσια τρία δάκτυλα λεπτό βαμβακερό πανί, χωρίς ούτε μια φορά να κοπή η κλωστή.
Κ' εκείνος εκαθόταν στην κουπαστή λαστιχοντυμένος κ' εσφόγγιζε με το μαντήλι το πρόσωπό του για να φορέση την περικεφαλαία. — Τον νου σου Πέτρο! εφώναξε γελώντας καθώς είδε τον πατέρα σου. Άσε την τύχη να κάνη τη ρόκα της και θυμού τα λόγια μου. Σφυρί στ' αμώνι! σφυρί στ' αμώνι!... Εκείνος δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε πλέον συμβουλές. Το επήρε απόφασι.
Δεν είχε ταξιδέψει στης μεγάλες πολιτείες, ούτε ήξερε τα μουσεία, ούτε είχε πάει ποτέ της στα θέατρα, μόνο καθότανε πάντα στο σπίτι κ' έξαινε τη ρόκα της. Ούτε γράμματα ήξερε, ούτε ιστορία, ούτε την έμελε για τίποτε απ' όλα τα πράματα που λένε οι δάσκαλοι. Μα η γιαγιά ήξερε άλλα πράματα, που δεν τα ξέραμε εμείς.
Άμα έβγαινε το πουρνό απ' την Εκκλησιά, από τη στερνή φορά που είχε ξαναρχίσει να πηγαίνη, το έστρων' εκεί στα σκαλοπατάκια, όχι μακριά απ' το σπίτι της, κ' έπιανε λακριντί με της γειτόνισσες. Της καθημερινές έκανε και τη ρόκα της, εδούλευε κ' η γλώσσα της, σαν να έκαναν ζευγάρι τα δυο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν