United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ορχούμενος τον Αίαντα, παράφρονα μετά την ήτταν, τόσον παρεξετράπη, ώστε αντί να φαίνεται ότι υπεκρίνετο την παραφροσύνην, ηδύνατο να νομισθή ότι είχε παραφρονήση ο ίδιος• ενός εκ των κρατούντων το μέτρον διά του σιδηρού υποδήματος κατέσχισε το ένδυμα, αρπάσας δε τον αυλόν ενός εκ των αυλητών, εκτύπησε δι' αυτού κατά κεφαλής τον Οδυσσέα, όστις εστέκετο πλησίον και υπερηφανεύετο διά την νίκην, και αν η περικεφαλαία δεν τον επροφύλλατεν, αλλ' εδέχετο ολόκληρον το κτύπημα η κεφαλή, θα εφονεύετο ο ταλαίπωρος Οδυσσεύς, διότι του έτυχε τοιούτος παράφρων ορχηστής.

Ο άντρας της μ' έναν υπασπιστή κ' ένα δούλο πηγαίνει από σκηνή σε σκηνή. Μπορεί να ιδή τα γυαλιστερά του μαλλιά κ' ακούει ή φαντάζεται πως ακούει την καθαρή εκείνη κρύα φωνή. Στην αυλή κάτω ο γυιός του Πριάμου κουμπώνει τον χάλκινο θώρακά του. Τα άσπρα μπράτσα της Ανδρομάχης είναι γύρω στο λαιμό του. Την περικεφαλαία του αφίνει χάμου για να μη τρομάξη το μωρό τους.

Κ' εκείνος εκαθόταν στην κουπαστή λαστιχοντυμένος κ' εσφόγγιζε με το μαντήλι το πρόσωπό του για να φορέση την περικεφαλαία. — Τον νου σου Πέτρο! εφώναξε γελώντας καθώς είδε τον πατέρα σου. Άσε την τύχη να κάνη τη ρόκα της και θυμού τα λόγια μου. Σφυρί στ' αμώνι! σφυρί στ' αμώνι!... Εκείνος δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε πλέον συμβουλές. Το επήρε απόφασι.

Την ωρισμένη μέρα, ο Τριστάνος ετοποθετήθη στο μεταξωτό βυσσινί πάπλωμα, και κάθησε να του φορέσουν την πανοπλία του για τη μεγάλη περιπέτεια. Εφόρεσε το θώρακα και την περικεφαλαία από μελανό ατσάλι.

Ο κ. πρόξενος και εγώ ωμοιάζαμεν πίθηκον παραβαλλόμενοι προς αυτόν. Ουδ' ήτο δυνατόν ν' ανεύρη γυναίκα αξιωτέραν της ιδικής του να εντρυφήση εις τα τοιαύτα αυτού προσόντα. Οι μαύροι οφθαλμοί της εφλογοβόλουν και η κοκκινόξανθος κόμη της έλαμπεν ως χαλκίνη περικεφαλαία. Δεν ήτο όσον εκείνος χονδρή, αλλ' υψηλή, εύσωμος και εύμορφη απ' επάνω έως κάτω.

Αφού πήρε το τομάρι λύκου μεγάλου, που κάποτε βουβάλι, προστατεύοντας τα βόιδια, τον εσκότωσε με τα κέρατά του, το άπλωσε γύρω στο κορμί του, ρίχνοντάς το απάνω του, από τους ώμους ίσαμε τα πόδια, ως που τα μπροστινά πόδια του λύκου ν' απλωθούν στα χέρια του και τα πισινά στα πόδια του ίσαμε τη φτέρνα και το άνοιγμα του στομάτου να σκεπάση το κεφάλι του σαν περικεφαλαία πολεμιστή· κ' αφού γίνηκε σαν θεριό όσο μπορούσε καλλίτερα, πηγαίνει κοντά στην πηγή, όπου ποτίζονταν τα γίδια και τα πρόβατα ύστερ' από τη βοσκή.

Και τότες θαν τον έπαιρνε και θ' αποχτούσε δόξα αφάνταση, μον στη στιγμή τον είδε η Αφροδίτη και το βοϊδόλουρο τού σπάει· κι' η περικεφαλαία 375 έτσι άδια πάγαινε μαζί με τ' αντριωμένο χέρι. Τότες αφτή την τίναξε στριφογυρίζοντάς την προς τους δικούς του, όπου οι πιστοί την πήρανε συντρόφοι· κι' ατός του πίσω πήδησε με το χαλκένιο φράξο, ναν τον σκοτώσει αφρίζοντας.

Α! ωραίε θείε, να νικήσω σε μάχη με τη βοήθεια του Θεού, να κερδίσω την ειρήνη σου, και για σένα, να ξαναφορέσω το θώρακα και την περικεφαλαία! Αλλά τι σκέφτηκα; Θα ξανάπερνε την Ιζόλδη... Θα του την έδινα; Γιατί καλλίτερα, να μη με σφάξη στον ύπνο μου; Προ ολίγου, καταδιωγμένος απ' αυτόν, μπορούσα να το μισώ και να τον ξεχάσω. Είχε παραδώσει την Ιζόλδη στα χέρια των λεπρών.

Έρραψε ένα τραπεζομάντηλο από τα ίδιο ύφασμα που έκαμε και τις κουρτίνες, κι απάνω στο τραπέζι είτανε τα παιγνίδια του Σβεν. Το άλογο που έσερνε ένα κάρο, μερικοί μολυβένιοι στρατιώτες και μια σκηνή. Εκεί απάνω είτανε το άσπρο φλιτζάνι του Σβεν με το χρυσό γύρο, ο κομπαράς του, ένα μικρό σπαθί και μια περικεφαλαία. Αυτά είταν όλα όσα άφησε πίσω του.

Άδραξε τη λάμα ο Αιγινήτης υπάκουος στη φωνή και το λάστιχο έχυσε ανέμου κύμα μέσα στην περικεφαλαία του πατέρα σου. Ανάσανεν εκείνος βαθειά, επήρε δύναμι και βαστώντας ψηλά τον λάζο ερρίχτηκε να ξετοπίση τον αντίπαλο. Μα ο άλλος τον επερίμενεν άφοβα· τρίχα δεν εσάλευεν από τη θέσι του.