United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παραμέρισε όμως ο Τριστάνος, ξεφεύγοντας την επίθεσι, και σηκώνοντας το χέρι, χτύπησε βαρειά τη λάμα του στην περικεφαλαία του Ριόλ: την εβούλιαξε από πάνω και της έρριξε κάτω την προσωπίδα. Το κοντάρι γλύστρησε από τον ώμο του ιππότη στα πλευρά του αλόγου, το οποίο κλονίστηκε κ' έπεσε χάμω. Ο Ριόλ κατώρθωσε να ξεγλυστρήση και σηκώθηκε πάλι όρθιος.

Και όμως δεν έπαυεν ακόμη ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο επήγαινε όλο εμεγάλωνε. Ίδιοι οι καπετάνοι άρχισαν να αισθάνωνται κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνη μέσα στον όλεθρο και δύοτρεις φορές ασυλλόγιστα έφεραν το χέρι στο στυλέτο κ' εγλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από το θηκάρι της. Μα εκρατήθηκαν. — Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους.

Άδραξε τη λάμα ο Αιγινήτης υπάκουος στη φωνή και το λάστιχο έχυσε ανέμου κύμα μέσα στην περικεφαλαία του πατέρα σου. Ανάσανεν εκείνος βαθειά, επήρε δύναμι και βαστώντας ψηλά τον λάζο ερρίχτηκε να ξετοπίση τον αντίπαλο. Μα ο άλλος τον επερίμενεν άφοβα· τρίχα δεν εσάλευεν από τη θέσι του.

Πρώτος οχτρό ο Αντίλοχος χαλκόπλιστο σκοτώνει, το Χέπωλο, ένα απ' τα καλά των Τρώων παλικάρια· αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντερού του κράνους τη λάμα ομπρός, και τούμπηξε στο κούτελο του τ' όπλο, 460 κι' ως μέσα η μύτη χώθηκε το κόκκαλο περνώντας, και του σκοτείνιασε το φως· σαν πύργος τότες χάμου γκρεμίστη ο νιος μες στην καρδιά της λυσσασμένης μάχης.

Και τούπιασε ο Τρώας με τα χέρια τα γόνατα του, θέλοντας να πει, ναν τον ξορκίσει, μα αφτός στο σκώτι τούμπηξε τη λάμα, και το σκώτι του ξεκολνάει, και μελανά τα αίματα αναβρύζουν 470 και όλο τον κόρφο πλημμυρούν, κι' ενώ 'βγαινε η ψυχή του, τα διο τα μάτια ολόμαβρο του σκέπασε σκοτάδι. Τότες στο Μόλη πάει κοντά και τον τρυπάει στ' αφτί του, κι' ως στ' άλλο του ίσα πέρασε ο τροχισμένος στόκος.

Ούτως ο κυρ-Δημάκης ήτο πρόχειρος να διορθόνη τα πάντα, κατά τας απαιτήσεις των κτηματιών. — Ιδιότροποι! Επανελάμβανε θέλων να καλύψη ούτω την κατάχρησίν του. Την στιγμήν εκείνην θόρυβος ηκούσθη κάτω εις την κατέναντι γωνίαν του ελαιοτριβείου, όπου περιεστρέφετο ο λίθος, ο συνθλίβων τας ελαίας και μεταποιών αυτάς εις λάμα.

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. Τώρα θα κάψω πίτουρα κ' η Άρτεμι ας μαλάξη και το διαμάντι το σκληρό και κάθε στέρεο άλλο. Θέστυλι, άκου τα σκυλλιά στην πόλη πώς γαυγύζουν· θάνε στους δρόμους η θεά και θα περιδιαβαίνη. Κρούσε μιαν ώρ' αρχήτερα την χάλκινη τη λάμα. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Ο Σταυρός. — Οι δύο Κακούργοι. — Εις Γολγοθάν. — Θυγατέρες Ιερουσαλήμ! — «Πάτερ άφες αυτοίς», — Αγωνία της Σταυρώσεως. — Ο Τίτλος επί του Σταυρού. — Η λύσσα των Ιουδαίων. — «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου» — Ο Μετανοών Ληστής. — Αι γυναίκες από της Γαλιλαίας. — «Γύναι, ιδού ο Υιός Σου» — Το μεσημβριανόν σκότος. — «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;» — «Διψώ». — Όξος πιείν. — «Εις χείρας Σου». — Τετέλεσται. — Ο Εκατόνταρχος. — Τι κατώρθωσεν ο Σταυρός του Χριστού. — Αίμα και ύδωρ.

Πήγε λοιπόν στο μέρος όπου είχαν αποθέσει τα όπλα του Τριστάνου: «Αυτή η περικεφαλαία είνε από καλό ατσάλι, σκέφτηκε, γερή και σίγουρη. Κι' αυτός ο θώρακας δυνατός, αλαφρός, άξιος να τον φορή ένας ήρωας». Πήρε το ξίφος από την λαβή. «Βέβαια ωραίο σπαθί κι' αυτό, όπως πρέπει σ' έναν τολμηρό βαρώνο». Βγάζει από το πλούσιο φυκάρι, για να την καθαρίση, τη ματωμένη λάμα.

Κι' ένα γυμνό σπαθί χωρίζει τα σώματά τους: «Θεέ! τι βλέπω; Πρέπει να τους σκοτώσω; Τόσον καιρό που ζουν μαζύ στο δάσος, αν αγαπιώντανε με τρελλή αγάπη, θάβαζαν να τους χωρίζη αυτό το γυμνό σπαθί; Και δεν ξέρει καθένας, ότι μια ολόγυμνη λάμα που χωρίζει δυο σώματα, είναι εγγύησις και φύλακας αγνότητος; Αν αγαπιώντανε με τρελλή αγάπη, θα κοιμώντανε έτσι τόσο αγνά; Όχι, δε θα τους σκοτώσω.