United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, άρχον. — Η καταδίωξις ήρχισε προ πολλού; — Σπείραι τινες ανεχώρησαν διά την Τρανστιβέρην προ μεσημβρίας, είπεν ο εκατόνταρχος απερχόμενος. — Ο Καίσαρ σου γράφει, αυθέντα, «ελθέ εάν επιθυμής», είπεν η Ευνίκη. Θα υπάγης; — Έχω πολλήν διάθεσιν και αισθάνομαι την επιθυμίαν να ακούσω τους στίχους εκείνους, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λοιπόν θα υπάγω, αφού μάλιστα ο Βινίκιος δεν θα δυνηθή να υπάγη.

Αίφνης ο Επαφρόδιτος του εβίασε την χείρα και η μάχαιρα εισήλθε μέχρι της λαβής. Οι οφθαλμοί του εξήλθον των κογχών, φρικώδεις, παμμέγιστοι, πλήρεις τρόμου. — Σου φέρω την χάριν, σου χαρίζουν την ζωήν! έκραξεν ο εκατόνταρχος. — Πολύ αργά! ερρόγχασεν εκείνος. Και προσέθηκεν: — Α! πίστις! . . . . Εν ακαρεί ο θάνατος εσκότισε την κεφαλήν του.

Ο Άουλος αφού κατεπράυνε τας κραυγάς και διέταξε τους περικυκλούντας να διαλυθώσι, μετέβη εις το μέλαθρον, όπου τον επερίμενεν ο εκατόνταρχος. Ήτο ο γηραιός Γάιος Άστας, άλλοτε υπηρετήσας υπό τας διαταγάς του εις τους πολέμους της Βρεττάνης. Χαίρε, αρχηγέ, είπεν ο απεσταλμένος. Σου φέρω εκ μέρους του Καίσαρος μίαν προσταγήν και ένα χαιρετισμόν.

Είσαι τρελλός και ό,τι σου κατέβει λες. Όμως είσαι ωραίος και να σε φιλήσω μώρχεται. Σαν ρόδο, με τα δάχτυλα να ξεφυλλίσω θέλω τη σάρκα σου. . . Ο Εκατόνταρχος! Οι ανωτέρωΕκατόνταρχοςΣτρατιώται ΕΥΝΙΚΗ. Ανθρώπου μάτι να με ιδή απαγορεύω. . . Πρίσκιλλα την καλύπτρα μου. Είνε πράσινη διάφανη με χρυσά κεντήδια. Η Ευνίκη σκεπάζει με αυτήν το κεφάλι και το πρόσωπό της. Κάνει να φύγη.

Δύο άλλοι του βαράνε στους ώμους βουρδουλιές, χωρίς ο Άγιος να φαίνεται πως της αισθάνεται. Πίσω του, για να φυλάγουν μη τον αρπάξουν τυχόν οι Χριστιανοί, είνε συμπυκνωμένοι οι στρατιώτες. Έρχεται και κάθεται 'πάνω σ' ένα θρονί, κατά το προσκήνιο, ο Έπαρχος. Μπροστά του σταματά ο Εκατόνταρχος και κουβεντιάζουν.

Όλη η επιστολή απέπνεε χαράν και ελπίδα. Δεν περιείχεν ειμή μίαν μόνην επιθυμίαν, ίνα ο Βινίκιος αποκομίση το σώμα της από του αμφιθεάτρου και την θάψη ως γυναίκα του εις τον τάφον, όπου αυτός έμελλε μίαν ημέραν να αναπαυθή. Την επομένην, όταν ο Βινίκιος ήλθεν εις την φυλακήν, ο εκατόνταρχος του είπεν: — Ο Χριστός σου επεδαψίλευσε σήμερον την χαράν του.

Ο εκατόνταρχος και οι μετ' αυτού, οι τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα, εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες, «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτοςΚαι οι όχλοι οι παρευριθέντες, επιστρέφοντες εις την πόλιν, έτυπτον αυτών τα στήθη και έκλαιον. Αληθώς η σκηνή εκείνη ήτο πολύ φοβερωτέρα ή όσον εκείνοι, και ημείς ακόμη, δυνάμεθα να γνωρίσωμεν.

Ο φίλος ούτος είχε προς τοις άλλοις το σπάνιον προτέρημα να μη αποβάλλη ευκόλως την αταραξίαν εις τας δυσκόλους περιστάσεις. Ο μπάρμπα Κατούνας, ότε είδε τα πράγματα στενά, καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει εις το καπηλείον ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών, δεν έχασε καιρόν.

Πλησίον της κρήνης του Ερμού διέκρινεν ένα εκατόνταρχον, όστις επί κεφαλής δεκάδων τινών πραιτωριανών, υπερήσπιζε την είσοδον του περιβόλου του ναού. Ο Βινίκιος τον διέταξε να τον ακολουθήση και ο εκατόνταρχος, αναγνωρίσας τον τριβούνον και τον αυγουστιανόν, δεν ετόλμησε να αρνηθή. Κατά τινας στιγμάς, το πλήθος ελάμβανεν εχθρικήν στάσιν.

Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος κατέλαβε την οικίαν. Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο.