United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μπάρμπα Κατούνας ο οινοπώλης δεν ήτο δύσκολος άνθρωπος, και εδέχετο πάσης τάξεως πελάτας εις το καπηλείον του, ήρκει να ήσαν οινοπόται. Κατά την παρούσαν στιγμήν δύο μόνον θαμώνες υπήρχον εν τω παραπήγματι και έπινον καθήμενοι παρά τράπεζαν.

Πιάστε την! πιάστε την! έλεγε μηχανικώς και ο Βούγκος. Ο Κατούνας, ο Σκούντας και ο Τρανταχτής είχον περικυκλώσει την Αϊμάν, και οι Γύφτοι δεν ηδύναντο ευκόλως να πλησιάσωσι. — Γλυτώστε την! έκραξεν ο Μάχτος, ελπίσας βοήθειαν παρά των ανθρώπων ταύτων. — Τι τρέχει; ηρώτα ο μπάρμπα Κατούνας διανοούμενος ότι έπραξε κακώς να βραδύνη τόσον να κλείση το καπηλείον.

Η από πολλού ήδη εν σιγή πνιγομένη χαρά του Δημήτρη ολίγου δειν εξώρμα αθυρόστομος. — Πού να σ' τα . . . είπε, αλλ' ανεκόπη αμέσως. Άλλη ώρα τα λέμε, . . . έλα τώρα να σε κεράσω! υπέλαβε ταχέως, θέλων να διορθώση διά της ελευθεριότητος την παραδρομήν της γλώσσης του. Και εισήλθεν εις το καπηλείον ο Δημήτρης, . . . και έμεινεν εκεί μέχρι νυκτός.

Συγχρόνως τρεις άνδρες μαυρισμένον το πρόσωπον έχοντες, ημίγυμνοι, κατησβολωμένοι, κρατούντες σφύρας και πυράγρας εισέβαλον κατόπιν της νέας κόρης εις το καπηλείον κράζοντες·Τζάνουμ! Πιάστε την! Πιάστε την, για το Θεό!... Καπνοί και σκωρίαι. Όπως διηγηθώμεν τι συνέβη, ανάγκη μικράς αναδρομής εις το παρελθόν.

Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον.

Και στενάξας εκ βάθους καρδίας όπως διώξη την μελαγχολίαν του ήρχισε να τραγουδή με γλυκείαν και ήρεμον φωνήν, παθητικό τραγούδι. Ο Μάιος κατά συμπάθειαν τον συνώδευε και οι λοιποί μήνες παρασυρθέντες ετραγουδούσαν και αυτοί και το σπήλαιον διά μιας επληρώθη θορύβου και φωνών, ως χωρικόν καπηλείον κατά τας εορτάς. — Μωρέ κρασί! εφώναξεν ο Φλεβάρης αίφνης.

Αφού περιήλθον όλα τα μαγαζεία της παραθαλασσίου αγοράς, όπου έπιον όχι ολίγον εις υγείαν και των δύο αντιπάλων μερίδων, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Χρυσάφως κατήντησαν εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη, όπου εισελθόντες απήτουν από τον οινοπώλην να τους κεράση.

Ο μπάρμπα-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χατονομίσματα, και δεν είξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον κ' εφώναξε τον Αντώνην τον Βλάχον·Πάτερ Αβραάμ! . . . ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!

Εισήλθεν εις το καπηλείον και παρήγγειλε να του φέρουν δοχείον πλήρες μαύρου οίνου. Επειδή ο κάπηλος έρριψε βλέμμα δυσπιστίας, εκείνος εβύθισε την χείρα εις το δισάκκιόν του, εξήγαγε νόμισμα χρυσούν και το απέθεσεν επί της τραπέζης. — Σπόρε, είπε, σήμερον ειργάσθην με τον Σενέκαν από τα εξημερώματα έως το μεσημέρι, και ιδού τι μου έδωκεν ο φίλος μου ως εφόδιον.

Ο φίλος ούτος είχε προς τοις άλλοις το σπάνιον προτέρημα να μη αποβάλλη ευκόλως την αταραξίαν εις τας δυσκόλους περιστάσεις. Ο μπάρμπα Κατούνας, ότε είδε τα πράγματα στενά, καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει εις το καπηλείον ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών, δεν έχασε καιρόν.