United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μπάρμπα Κατούνας ο οινοπώλης δεν ήτο δύσκολος άνθρωπος, και εδέχετο πάσης τάξεως πελάτας εις το καπηλείον του, ήρκει να ήσαν οινοπόται. Κατά την παρούσαν στιγμήν δύο μόνον θαμώνες υπήρχον εν τω παραπήγματι και έπινον καθήμενοι παρά τράπεζαν.

Εγώ δεν τα φουσκόνω, παρετήρησε μετριοφρόνως ο Δημήτρης. Μου φτάνει και τόσο. — Ο κυρ δεκανέας ευχαριστηέται με λίγα, διέκοψεν από της τραπέζης του ο οινοπώλης, όστις περίεργος είχε παρακολουθήσει εξ αρχής την συζήτησιν. — Όρσε και ο κυρ Μπούτρος με το λογάκι του! είπεν αναβλέψας προς αυτόν ο ρικνός αντιπολιτευόμενος.

Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;

Λίαν πρωί εξήλθεν ο οινοπώλης Μπούτρος της οικίας του, φέρων με τυλιγμένην εντός παλαιάς εφημερίδος, και απαντών εις την σύζυγον αυτού, ερωτώσαν: πού υπάγει, — Πάω να ξεκάμω αυτό το διαβολόχαρτο, να μην εύρω τον μπελά μου.

— Ο κυρ Μπούτρος όμως ήτανετο Λαύριο, σιόρ Σταματάκη, απεκρίθη σοβαρός και βρενθυόμενος ο οινοπώλης, και είδε τ' ασήμι να τρέχη νερό από της κάνουλαις, και να το κενόνουν με τη χουλιάρα, σαν πως κενόνουν τα φασούλια από το τσουκάλι. Κόπιασε και του λόγου σου να τα ιδής, και τότες ματαμιλούμε, αν αγαπάς.

Όλοι των είνε προδήλως ευχαριστημένοι, και υπέρ πάντας αναντιρρήτως ο οινοπώλης, ο εκ μακράς πείρας γινώσκων, αν μη υπό του Ευαγγελίου διδαχθείς, πότε συνήθως εξοδεύεται ο ε λ ά σ σ ω ν οίνος.

Αυτό είνε παλαιόν, αγαπητέ . . . και πολύ φοβούμαι ότι ό,τι είχε να κάμη η σύμβασις το έκαμε. Αλήθεια, τι κάμνει ο άρρωστός σου; — Ας κάμη ό,τι τον φωτίση ο ύψιστος. Περαιτέρω άλλος διάλογος. — Μην αγοράζης πλέον, Δημήτρη! έλεγεν οινοπώλης τις εις εύσωμον οψοπώλην, ούτινος η μορφή ήτο πορφυρά ως βρασμένος αστακός. — Άφησέ με, που δεν θ' αγοράσω!

Άμα εισελθών, διέταξεν έξ μαστίχαις διά τους μεθ' εαυτού, είτα ελθών όπισθεν του λογιστηρίου, έκυψεν εις το ους του καπήλου και ήρχισε να του κρυφομιλή και να τον κατηχή. Μετ' ολίγα λεπτά της ώρας, αφού του είπε πολλά, και ο οινοπώλης του απήντα μόνον διά κατανεύσεων της κεφαλής, επέστρεψε πάλιν προς την τράπεζαν, περί ην είχε στρωθή η παρέα του, και διέταξεν εκ νέου μαστίχαις.